“Φτάνουν Χριστούγεννα λοιπόν! Παραμονή/κι εμείς σαν όλους ετοιμάσαμε γιορτή./ Μα δεν είν’ άνετα σαν φάτνη εδώ μέσα:/ Μπαίνει το κρύο από παντού, δεν έχει μπέσα./ Χριστούλη, κόπιασε, γεννήσου αν θες, μα κοίτα:/ Σου στρώσαμε, δεν έχει τζάκι όμως και πίττα./ Τρέμουμε κι όλοι αγκαλιαζόμαστε σφιχτά/σαν τους πρωτόγονους σε σκοτεινή σπηλιά./ Το χιόνι πέφτει στο κορμί …μας, το παγώνει·/το χιόνι εισβάλει στην καλύβα και σαρώνει./ Κόπιασε, χιόνι, μπες, θα βρεις φίλους εδώ:/ Κι εμάς μας έδιωξαν από τον ουρανό./Κρασί ζεσταίνουμε, παλιό και δυνατό·/ κάνει καλό με τέτοιον άγριο καιρό./ Ζεστό κρασί, ξύλα στην πόρτα καρφωμένα./Έξω, ουρλιάζουνε αγρίμια θυμωμένα./ Κοπιάστε, αγρίμια, να κρυφτείτε απ’ το χιονιά:/ Ούτε τ’ αγρίμια έχουνε ζεστή φωλιά./ Θα ρίξουμε τα πανωφόρια στη φωτιά,/να γίνει η φλόγα της για λίγο πυρκαγιά,/να ζεσταθούμε ενώ θα καίγεται η στέγη,/να ζούμε όταν το σκοτάδι πια θα φεύγει./ Κόπιασε, άνεμε–εκεί έξω πως αντέχεις;/ Κι εσύ κουράστηκες, κι εσύ σπίτι δεν έχεις.”..
Μπέρτολτ Μπρεχτ - «Φτάνουν Χριστούγεννα»