cookieOptions = {...};

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 6 Ιουλίου 2014

Πιές__Μεγάλο Γράμμα

 
Αγάπη αγάπη
μόνο η πάχνη του πρώτου άστρου
-
άσε να σου μιλήσω
.
Αγάπη δεν φοβάμαι πια
.
Σ' αγαπώ
.
A
σε ν'
ακουστεί η φωνή μου
πάνω απ
'
τις κορφές των δέντρων
πέρα απ
' τους οριζόντιους καπνούς των πλοίων
.
(«M
εγάλο γράμμα», ΧVII, 25

 
Από κανέναν τίποτα να διώξουμε δεν μπορούμε.
Περνάν οι άνθρωποι και μας αφήνουν
την πρωινή καλήμερα τους
—όλοι
οι άνθρωποι—
τη ζέστα του κορμιού τους
τη σιγουριά για τη δική μας ανθρωπιά
.
(«Μεγάλο
γράμμα», XV, 23)
Μπορείς να γνωρίσεις ένα πρόσωπο
όταν τα χείλια σου ανακαλύπτουν
τις αλλεπάληλες επιφάνειες που σώρευσαν
οι καιροί
.
Μα έπειτα δεν σου φτάνει
.
E
πειτα θες να βρεις όλες τις μικρές φλέβες
καθώς απλώνονται κάτω απ
'
το δέρμα
να βρεις όλα τα τραγούδια που δεν ειπώθηκαν
όλες τις μνήμες που ταξίδεψαν
στα λεπτά μονόξυλα
των στιγμών
.
[...]
Θέλουμε πιο πολλά
τα θέλαμε όλα
.
Δεν γινόταν αλλιώς
.
O,
τι μας έφτανε χτες
για σήμερα ήταν λίγο
.
O,
τι μας γέμιζε χτες
ήθελε κι άλλο σήμερα να μη χαθεί
.
(«Μεγάλο
γράμμα», VI, 17)

 
τίτος πατρίκιος
 





















 

Πέμπτη 19 Ιουνίου 2014

Mπρέχτ, Mίλος & Μήνυμα



Αυτός που αγαπώ
μου είπε
ότι με χρειάζεται.

Γι'
αυτό
προσέχω τον εαυτό μου
βαδίζω με προφύλαξη
και φοβάμαι κάθε στάλα βροχή
μηδά και με σκοτώσει
.

-Bertolt Brecht


μήνυμα λοιπόν γιατί ο μπρέχτ σε αντιπροσωπεύει τώρα που σε αγαπούν, άρχισες να ζείς και να προσέχεις τον εαυτό σου, να προσέχεις τα πάντα γύρω σου και όλα να έχουν αλλάξει , όλες οι αισθήσεις σου να λειτουργούν διαφορετικά και να φυλάς τον εαυτό σου......εξαιρετική εκτέλεση του μίλος για να μας ταξιδεύει αυτό το απόγευμα και για να της δώσουμε προσοχή και αυτής...
 
 

Παρασκευή 13 Ιουνίου 2014

''Μυστική Οδύσσεια''

 
 
Ο Οδυσσέας είστε εσείς. Κι εγώ. Το ταξίδι του θα το κάνουμε όλοι αργά ή γρήγορα. Θα επιστρέψουμε. Στην αληθινή πατρίδα μας. Μέχρι τότε είμαστε πλάνητες όπως ο ήρωας του Ομήρου. Ταξιδεύουμε από ζωή σε ζωή κι από εμπειρία σε εμπειρία. Γευόμαστε τους γλυκούς καρπούς των Λωτοφάγων, ξεχνιόμαστε από το τραγούδι των Σειρήνων, συντριβόμαστε ανάμεσα στη Σκύλλα και τη Χάρυβδη, λαχταρώντας πάντα την επιστροφή στην Ουράνια Πατρίδα και στην Πηνελόπη-ψυχή μας. Η Οδύσσεια είναι το τραγούδι της νοστ-αλγίας μας. Το άλγος του νόστου. Η λαχτάρα και ο πόνος μας για τον γυρισμό στην Πηγή μας.
[...] Ο τρόπος που έχουμε μάθει να σκεφτόμαστε είναι συγκριτικός και δυιστικός. Ωστόσο δεν είναι ισοδύναμες όλες οι έννοιες. Η μόνη σύγκριση που υπάρχει είναι ανάμεσα στην αλήθεια και το ψεύδος. Καθώς ανελίσσεται πνευματικά ο αναζητητής, περνά από τον χώρο του δυισμού και της πολυμορφίας στο ενοποιημένο πεδίο πέρα από τις αντιθέσεις καλού και κακού. Εκεί αυτές οι δύο έννοιες δεν συμφιλιώνονται απλώς, ούτε δημιουργούν μια ισορροπία. Ούτε καν συγχωνεύονται για να αναδείξουν μια άλλη πραγματικότητα. Εκεί, αποδεικνύεται πως μόνο το καλό υπάρχει. Και η αγάπη. Το κακό έχει ήδη απαλειφθεί γιατί αναγνωρίστηκε ως αυτό που ήταν: μια ψευδαίσθηση επειδή στον κύκλο του Θείου το κακό δεν υπάρχει. Όμως όσο είμαστε πλάνητες όπως υπήρξε ο Οδυσσέας και περιπλανώμεθα στον κόσμο της πλάνης, πιστεύουμε στις συλλογικές ψευδαισθήσεις.

Κάνουμε λοιπόν ο καθένας μας το ταξίδι του Οδυσσέα, συναντώντας θηρία και τέρατα, σκληρούς αντιπάλους και άγριες ώρες μοναξιάς και φόβου. Ζούμε ζωές επί ζωών, παλεύοντας με τον πόνο, τη φθορά και τον θάνατο. Και όλα αυτά γιατί πιστέψαμε στο κακό και έτσι το καταστήσαμε αληθινό στο υποκειμενικό μας σύμπαν.

 της Ιουλία Πιτσούλη, από τη "Μυστική Οδύσσεια"
 (εκδ. Έσοπτρον)

Πέμπτη 5 Ιουνίου 2014

Διάβασε 9 - 10 , αν θές ...

 
Ξέρουμε κ’ οι δύο, αγαπημένη,
μας έμαθαν
:
να πεινάμε, να κρυώνουμε
,
να πεθαίνουμε στην κούραση
και να ζούμε μακριά ο ένας απ’ τον άλλο
.
Δε μας ανάγκασαν ακόμα να σκοτώσουμε
και δε μας σκότωσαν ακόμα
.

Ξέρουμε κ’ οι δυο, αγαπημένη
,
μπορούμε να μάθουμε στους άλλους
:
να αγωνίζονται για τους ανθρώπους
,
και κάθε μέρα λίγο πιο βαθιά
,
λίγο πιο ωραία
ν’ αγαπάνε
...

Nâz
ım Hikmet, "Τα ποιήματα των 9-10 μ.μ." - 5 Οκτώβρη 1945

Τετάρτη 14 Μαΐου 2014

Τα Σχόλια Του Τρίτου για Καληνύχτα





Σηκώθηκα απ΄ το πιάνο και πλησιάζω τον καθρέφτη. Ήμουνα ξαναμμένος. Είδα το είδωλό μου να κρατά φτερά του παγωνιού και δροσερούς καρπούς του Θέρους. Κι είπα από μέσα μου: Είμαι ο Λαχειοπώλης τ΄ Ουρανού. Μοιράζω αριθμούς σε ξωτικά κι αγγέλους. Ο πρώτος αριθμός σημαίνει συνουσία. Βάση ρευστή για δημιουργία. Κι αποφασίζω ευθύς την πιο μεγάλη μου πράξη. Σκόρπισα τα λαχεία μου στους γαλαξίες και στο άπειρο. Έτσι δεν θα ΄ναι δυνατό κανείς να ξαναδημιουργήσει, να πράξει το καλό - που λεν - ή το κακό. Σπατάλη η απόφασή μου, μα ο κόσμος πάει για να χαθεί.

Το λέω για να τ΄ ακούν οι νέοι, και να σκορπίσουν τα λαχεία τους κι αυτοί, όπου μπορέσουν κι όπου βρουν. Να μην τ΄ αφήσουν κέρδος στους πολλούς. Έτσι τουλάχιστον, θα κατακτήσουμε τη δυνατότητα να μας φοβούνται. Ποιους; Εμάς, τους ποιητές. Μια και δεν είναι δυνατό να μας εντάξουν στα συρτάρια τους, σ΄ ό,τι μπορούν να ελέγξουνε και να προβλέψουν οι ανερχόμενοι πολλοί
.
Τους φοβερίζει η άρνησή μας να δεχτούμε φάκελο, κατάταξη, τάξη κι αριθμό. Τους φοβερίζει η άρνησή μας να ενταχθούμε στις ομάδες αυτών που όταν κοιμούνται, τα χέρια τους είναι από μέσα ή απ΄ έξω από το πάπλωμα
.

Γιατί τα χέρια τα δικά μας την ώρα του ύπνου, ζωγραφίζουν ελεύθερα τους ανέμους, με χρώματα και με σχηματισμούς πτηνών, και μας τοποθετούν παντοτινά μες στους αιώνες, με την αθάνατη κι ερωτική μορφή του Λαχειοπώλη τ΄ Ουρανού
.

Μ. Χατζιδάκις, Τα σχόλια του Τρίτου-
απόσπασμα


Τρίτη 22 Απριλίου 2014

Δon Μiguel de Cervantes ____ ΚαΛημέρα

 
 
“…Ίσως τρέλα μπορεί να είναι το να εγκαταλείπουμε τα όνειρά μας. Να γινόμαστε πρακτικοί, νομίζοντας ότι μπορούμε να δούμε την “πραγματικότητα”. Ίσως αυτό να είναι τρέλα. Να ψάχνουμε θησαυρούς εκεί που σωρεύονται σκουπίδια. Ίσως η πολλή λογική να είναι τρέλα. Και τι μεγαλύτερη τρέλα απ’ όλες, να βλέπεις τη ζωή όπως είναι και όχι όπως θα έπρεπε να είναι.”
Don Miguel de Cervantes y Saavedra (29/9/1547 - 22/4/1616), Δον Κιχώτης-απόσπασμα

Πέμπτη 17 Απριλίου 2014

ΚαΛημέρα ____ επιλεγω Θ.ΡαΛΛη







 
καλημέρα επιλέγω έναν από τους αγαπημένους Θ.Ράλλη
καλημέρα επιλέγω να αρχίσω σιγά - σιγά να μην λέω πολλά
καλημέρα κόσμε
καλημέρα σε εμάς
καλημέρα στο παράθυρο του χαμόγελου μου
είναι μεγάλες και όμορφες οι συννεφιές έξω σήμερα
 
 
Μεγάλη Πέμπτη
 
Αυτός που κρέμασε τον ήλιο
στο μεσοδόκι τ’ ουρανού
κρέμεται σήμερα σε ξύλο
ίλεως Κύριε γενού!
Και στ’ ασπαλάθια της ερήμου
μια μάνα φώναξε: «παιδί μου»!
Με του Απριλιού τ’ αρχαία μάγια
με των δαιμόνων το φιλί
μπήκε στο σπίτι κουκουβάγια
μπήκε κοράκι στην αυλή.
Κι όλα τ‘ αγρίμια στο λαγκάδι
πήραν το δρόμο για τον Άδη.
Θα ξανασπείρει καλοκαίρια
στην άγρια παγωνιά του νου
αυτός που κάρφωσε τ’ αστέρια
στην άγια σκέπη τ’ ουρανού.
Κι εγώ κι εσύ κι εμείς κι οι άλλοι
θα γεννηθούμε τότε πάλι.
Νίκου Γκάτσου, "Μέρες Επιταφίου"
 
Οι «Μέρες Επιταφίου» ήταν μια παραγγελία του Μάνου Χατζιδάκι για να έγραφε εκείνος μουσική πάνω στους στίχους του Νίκου Γκάτσου και να παρουσίαζε, με την Ορχήστρα των Χρωμάτων, ένα έργο κατάλληλο για τη Μεγάλη Εβδομάδα (1990). Κάτι που, τελικά, δεν πραγματοποιήθηκε…

Παρασκευή 11 Απριλίου 2014

ΚαΛημέρα σε εΜας , στον Τσάρλυ και Στο Cherry Blossom Girl


 
 


Όταν άρχισα να αγαπώ τον εαυτό μου πραγματικά
,
μπόρεσα να καταλάβω ότι ο συναισθηματικός πόνος και η θλίψη, απλώς με προειδοποιούσαν να μη ζω κόντρα στην αλήθεια μου. Σήμερα ξέρω ότι αυτό το λέμε ΑΥΘΕΝΤΙΚΟΤΗΤΑ
.

Όταν άρχισα να αγαπώ τον εαυτό μου πραγματικά
,
κατάλαβα σε πόσο δύσκολη θέση ερχόταν κάποιος
με το να του επιβάλλω τις επιθυμίες μου
,
παρότι ήξερα ότι ούτε ήταν κατάλληλη η στιγμή
ούτε ο άνθρωπος ήταν έτοιμος
,
ακόμα κι αν αυτός ο άνθρωπος ήμουν εγώ
.
Σήμερα ξέρω ότι αυτό το λέμε ΑΥΤΟΕΚΤΙΜΗΣΗ
.

Όταν άρχισα να αγαπώ τον εαυτό μου πραγματικά
,
έπαψα να λαχταρώ μια άλλη ζωή και μπόρεσα να δω ότι τα πάντα γύρω μου με προκαλούσαν να μεγαλώσω
.
Σήμερα ξέρω ότι αυτό το λέμε ΩΡΙΜΟΤΗΤΑ
.

Όταν άρχισα να αγαπώ τον εαυτό μου πραγματικά
,
κατάλαβα ότι βρίσκομαι πάντα και σε όλες τις περιστάσεις
,
την κατάλληλη στιγμή και στο σωστό μέρος
και ότι όλα όσα γίνονται είναι σωστά
.
Από τότε κατάφερα να γαληνέψω
.
Σήμερα ξέρω ότι αυτό το λέμε ΑΠΟΔΟΧΗ
.

Όταν άρχισα να αγαπώ τον εαυτό μου πραγματικά
,
έπαψα να στερούμαι τον ελεύθερο χρόνο μου και σταμάτησα να κάνω μεγαλόπνοα σχέδια για το μέλλον
.
Σήμερα κάνω μόνο ό,τι με ευχαριστεί και με γεμίζει χαρά
,
ό,τι αγαπώ και κάνει την καρδιά μου να γελά, με τον δικό μου τρόπο και στους δικούς μου ρυθμούς
.
Σήμερα ξέρω ότι αυτό το λέμε ΕΙΛΙΚΡΙΝΕΙΑ
.

Όταν άρχισα να αγαπώ τον εαυτό μου πραγματικά, απελευθερώθηκα από ό,τι δεν ήταν υγιές για μένα
.
Από φαγητά, άτομα, πράγματα, καταστάσεις και από ό,τι με τραβούσε συνεχώς μακριά από τον ίδιο μου τον εαυτό
.
Στην αρχή το ονόμαζα “υγιή εγωισμό”
.
Αλλά σήμερα ξέρω ότι είναι ΑΥΤΑΓΑΠΗ
.

Όταν άρχισα να αγαπώ τον εαυτό μου πραγματικά
,
έπαψα να θέλω να έχω πάντα δίκιο
.
Έτσι έσφαλλα πολύ λιγότερο
.
Σήμερα κατάλαβα ότι αυτό το λέμε ΑΠΛΟΤΗΤΑ
.

Όταν άρχισα να αγαπώ τον εαυτό μου πραγματικά
,
αρνήθηκα να συνεχίσω να ζώ στο παρελθόν και
να ανησυχώ για το μέλλον μου
.
Τώρα ζω περισσότερο τη στιγμή όπου ΟΛΑ συμβαίνουν
.
Έτσι σήμερα, ζω την κάθε μέρα και αυτό το λέω ΠΛΗΡΟΤΗΤΑ
.

Όταν άρχισα να αγαπώ τον εαυτό μου πραγματικά, συνειδητοποίησα ότι η σκέψη μου μπορεί να με κάνει μίζερο και άρρωστο. Όταν όμως επικαλέστηκα τις δυνάμεις της καρδιάς μου, η λογική απέκτησε έναν πολύτιμο σύντροφο
.
Αυτή τη σχέση την ονομάζω σήμερα ΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ
.

Δεν υπάρχει λόγος να φοβόμαστε τις αντιπαραθέσεις
,
τις συγκρούσεις και τα προβλήματα με τον εαυτό μας
και τους άλλους γιατί καμιά φορά
, ακόμα και τα άστρα εκρήγνυνται και δημιουργούνται νέοι Γαλαξίες
.
Σήμερα ξέρω ότι ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ Η ΖΩΗ
!

Τσάρλι Τσάπλιν
 
 
 
 
 

Πέμπτη 27 Μαρτίου 2014

Γέλα....

Γέλα στη νύχτα,

στη μέρα, στο φεγγάρι,

γέλα στις στριφτές

στράτες του νησιού,

γέλα σ’ αυτό το άγαρμπο

αγόρι που σ’ αγαπά,

μα όταν ανοίγω τα μάτια και τα κλείνω,

όταν τα βήματά μου φεύγουν,

όταν γυρνούν τα βήματά μου,

αρνήσου με το ψωμί, τον αγέρα,

το φως, την άνοιξη,

μα ποτέ το γέλιο σου γιατί θα πεθάνω.


Πάμπλο Νερούδα

Δευτέρα 24 Μαρτίου 2014

'Αθως Δημουλάς___Πρωινή Διαπίστωση

 
Σ’ όσα, χθες βράδυ, έζησα με πάθος
ο ύπνος τη θύμηση έδεσε σφιχτά.
Και τώρ’ από του είναι μου το βάθος,
που μόλις αρχινάει και ξυπνά,
ξανάρχονται στο νου μου βιαστικά
όσα, χθες βράδυ, έζησα με πάθος.
Όλα σωστά. Κανένα λάθος.
Το ένα γεγονός ακολουθά
το άλλο, όπως ακριβώς και χθες . . .
Αλλ’ έχει αναμορφώσει τις σκηνές
κάποια του ύπνου ανεξιχνίαστη πράξη :
έχει αδιόρατα τονίσει μερικές.
Τόσο, που αν και κρατούν την ίδια τάξη,
κάτι πολύ έχει αλλάξει απ’ αυτές.
 
Πηγή: Χωρίς τίτλο, 1956
 

Σάββατο 15 Μαρτίου 2014

Jorge Luis Borges ,Μαθαίνεις ;;

« Μαθαίνεις » Ποίηση: Jorge Luis Borges

Μετά από λίγο μαθαίνεις την ανεπαίσθητη διαφορά ανάμεσα στο να κρατάς το χέρι και να αλυσοδένεις μιά ψυχή.
Και μαθαίνεις πως Αγάπη δε σημαίνει στηρίζομαι, και συντροφικότητα δε σημαίνει ασφάλεια.
Και αρχίζεις να μαθαίνεις. Πως τα φιλιά δεν είναι συμβόλαια, και τα δώρα δεν είναι υποσχέσεις
Και αρχίζεις να δέχεσαι τις ήττες σου με το κεφάλι ψηλά και τα μάτια ορθάνοιχτα.
Με τη χάρη μιας γυναίκας και όχι με τη θλίψη ενός παιδιού.
Και μαθαίνεις να φτιάχνεις
όλους τους δρόμους σου στο Σήμερα, γιατί το έδαφος του Αύριο είναι πολύ ανασφαλές για σχέδια.
Και τα όνειρα πάντα βρίσκουν τον τρόπο να γκρεμίζονται στη μέση της διαδρομής.
Μετά από λίγο καιρό μαθαίνεις. Πως ακόμα κι η ζέστη του ήλιου μπορεί να σου κάνει κακό.
Έτσι φτιάχνεις τον κήπο σου εσύ, αντί να περιμένεις κάποιον να σου φέρει λουλούδια.
Και μαθαίνεις ότι, αλήθεια, μπορείς να αντέξεις.
Και ότι, αλήθεια, έχεις δύναμη. Και ότι, αλήθεια, αξίζεις. Και μαθαίνεις… Μαθαίνεις... …με κάθε αντίο μαθαίνεις.




σε μία καλή φίλη που πρέπει να αρχίζει να μαθαίνει....

Τρίτη 11 Μαρτίου 2014

Γελώ Γελάς Γελάμε

Ενώ ένας σκύλος περιφέρεται στη ζούγκλα, βλέπει μια λεοπάρδαλη να κατευθύνεται προς το μέρος του, φανερά πεινασμένη.

"Ωχ μπλέξαμε!", σκέφτεται ο σκύλος.
Τότε βλέπει κάτι κόκαλα και αρχίζει να τα ροκανίζει με την πλάτη γυρισμένη στην λεοπάρδαλη. Ενώ εκείνη είναι έτοιμη να του χιμήξει, ο σκύλος λέει:
 
- Μμμμ... Πολύ νόστιμη αυτή η λεοπάρδαλη. Αναρωτιέμαι αν υπάρχουν άλλες εδώ τριγύρω...
 
Η λεοπάρδαλη παγώνει, και εξαφανίζεται πίσω από κάτι δέντρα.
"Λίγο έλειψε να την πατήσω", σκέφτεται "αυτός ο σκύλος θα μ'έτρωγε..." 
Ενας πίθηκος, παρακολουθώντας όλο το σκηνικό από ένα δέντρο, σκέφτεται ότι μπορεί να εξασφαλίσει την εύνοια της λεοπάρδαλης και να γλιτώσει το τομάρι του εξηγώντας της αυτό που είχε συμβεί. Πάει προς το μέρος της και εξηγεί τα πάντα. Η λεοπάρδαλη, έξαλλη για την κοροϊδία, λέει στον πίθηκο:
- Ελα, πίθηκε. Ανέβα στη ράχη μου να δεις από κοντά τι πρόκειται να πάθει ο σκύλος!!
Ο σκύλος βλέπει τη λεοπάρδαλη να έρχεται προς το μέρος του με τον πίθηκο καβάλα.
"Τι θα κάνω τώρα;" σκέφτεται.
Κάθεται, λοιπόν, με την πλάτη γυρισμένη στους δυο. Όταν η λεοπάρδαλη και ο πίθηκος έχουν πλησιάσει αρκετά, ο σκύλος μουρμουράει:
 
- Που είναι αυτός ο @$#%$ ο πίθηκος; Ποτέ δεν μπορώ να τον εμπιστευτώ! Τον έστειλα πριν από μισή ώρα να μου φέρει άλλη μια λεοπάρδαλη κι ακόμα να φανεί..
 
ευχαριστώ αυτόν που μου έστειλε αυτήν την ιστορία...

 

Τετάρτη 5 Μαρτίου 2014

silvia plath ~ η ''καταραμένη ποιήτρια'' στο πρωινό μου τραγούδι

Πρωινό  τραγούδι μετάφραση: Κλαίτη  Σωτηριάδου

Η αγάπη σε κούρντισε σαν βαρύ χρυσό ρολόι.
Η μαμή χτύπησε τις πατούσες σου και η γυμνή κραυγή σου
Πήρε τη θέση της ανάμεσα στα στοιχειά.
Οι φωνές μας αντιλαλούν, μεγεθύνοντας τον ερχομό σου. Καινούργιο άγαλμα.
Σ’ ένα παγερό μουσείο, η γύμνια σου
Σκιάζει την ασφάλεια μας. Στεκόμαστε τριγύρω ανέκφραστοι σαν τοίχοι.
Δεν είμαι περισσότερο μάνα σου
Από ένα σύννεφο που διυλίζει έναν καθρέφτη για να αντανακλά την δική σου αργή
Εξαφάνιση στο χέρι του ανέμου.
Όλη νύχτα σαν πεταλουδίτσα η ανάσα σου
Πεταρίζει ανάμεσα στα λεία ροζ τριαντάφυλλα. Ξυπνώ ν’ αφουγκραστώ:
Μια μακρινή θάλασσα σαλεύει μες στο αυτί μου.
Μια κραυγή, και σκουντουφλώ απ’ το κρεβάτι, βαριά σαν γελάδα και λουλουδιασμένη
Μες το βικτοριανό μου νυχτικό
Το στόμα σου ανοίγει καθαρό σαν του γατιού. Το τετράγωνο του παραθύρου
Ξασπρίζει και καταπίνει τα θολά του αστέρια. Και τώρα δοκιμάζεις
Μια φουχτίτσα νότες.
Τα ξεκάθαρα φωνήεντα υψώνονται σαν μπαλόνια.
 
 

Κυριακή 2 Μαρτίου 2014

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΙΣΑΡΗΣ/ ΘΑ ΕΠΙΣΤΡΕΨΩ ΦΩΤΕΙΝΟΣ

Έφτιαξα μια ζωή από πηλό                                                      
Που ράγισε στα χέρια μου
Λερώθηκε στα χέρια αλλωνών
Μέχρι που κομματιάστηκε.
Ζωγράφισα τη μοναξιά
Με βλέμμα τρομαγμένο ταξίδεψα                          
Σε έρημα νησιά χωρίς φωνή.
Αγάπησα φαντάσματα που σύρθηκαν 
Μαζί μου σε κρεβάτια ηδονικά
Κι έπειτα πέταξαν από κοντά μου κρώζωντας.
Αρρώστησα σε κάτασπρα δωμάτια
Κρατώντας το κορμί μη σκορπίσει
Έκλαψα από πόνο κι από στέρηση.
Πύργους ονειρεμένους έχτισα
Μα η αρχιτεκτονική λειψή και χάλασαν
Στο δεύτερο σεισμό δεν άντεξαν
Κρίθηκαν κατεδαφιστέοι.
Με βλέμμα άτονο την παγωνιά προσμένω
Νοέμβριος και στο μυαλό μου βρέχει καλοκαίρια.
Μα είμαι σίγουρος πως κάποτε
Μέσα από του χωραφιού την πρωινή δροσιά
Μέσα από τη λίμνη την ακύμαντη θα βγω
Και θα επιστρέψω φωτεινός.

Πέμπτη 13 Φεβρουαρίου 2014

Περί Σαγήνης...

 
Εάν η σαγήνη είναι ένα πάθος ή ένα πεπρωμένο, τις περισσότερες φορές υπερισχύει το αντίστροφο πάθος: το πάθος του να μην σαγηνευτείς. Παλεύουμε να οχυρωθούμε στην αλήθεια μας, παλεύουμε ενάντια σ' αυτό που θέλει να μας σαγηνεύσει. Αρνούμαστε να σαγηνεύσουμε φοβούμενοι μήπως τυχόν σαγηνευτούμε.
Κάθε μέσο ενδείκνυται προκειμένου να διαφύγει κανείς. Από το να σαγηνεύεις ασταμάτητα τον άλλο προκειμένου να μη σαγηνευτείς ο ίδιος μέχρι το να προσποιείσαι ότι έχεις σαγηνευτεί προκειμένου να εμποδίσεις οποιαδήποτε σαγήνη
.

J. Baudrillard,
Περί Σαγήνης - απόσπασμα

Τρίτη 11 Φεβρουαρίου 2014

~Στην Αγάπη Που Κρύβει Ο Καθένας Μας Μέσα του~



καλό απόγευμα με δύο λόγια της παρακάτω κυρίας:
 
Αν από κάποιο πολύ δυνατό συναίσθημα ανάψουν όλα τα σπίρτα που έχουμε μέσα μας, παράγουν μεμιάς μια λάμψη τόσο δυνατή, ώστε φωτίζει έκταση πέρα απ'οση μπορούμε να δούμε κανονικά΄και τότε μπροστά στα μάτια μας εμφανίζεται ένα θαυμάσιο τούνελ, που μας δείχνει το δρόμο που ξεχνάμε όταν γεννιόμαστε και μας καλεί να βρούμε τη χαμένη μας θεκή προέλευση.Η ψυχή επιθυμεί να επανέλθει στον τόπο από όπου προήλθε αφήνοντας το σώμα αδρανές.

~
Λάουρα Εσκιβελ

Τετάρτη 5 Φεβρουαρίου 2014

Σήμερα Μού Είπαν Αυτή Την Ιστορία.....

 
 
Ταξίδευαν τρεις γυναίκες και, ξαφνικά, βλέπουν μες στο δρόμο ένα μεγάλο λάκκο και ανακαλύπτουν πως μέσα βρίσκεται παγιδευμένη η Ευτυχία.
Τότε η πρώτη γυναίκα λέει:
- Ευτυχία, θέλω να με κάνεις όμορφη.
Αμέσως, μεταμορφώθηκε σε μια καλλονή κι ευτυχισμένη έφυγε.
Η δεύτερη γυναίκα ζήτησε:
- Ευτυχία, θέλω να με κάνεις πλούσια.
Αμέσως, εμφανίσθηκε μπροστά της ένα σακούλι γεμάτο χρυσαφικά και διαμάντια, η γυναίκα το αρπάζει κι ευτυχισμένη φεύγει.
Μόνο η τρίτη γυναίκα δεν έλεγε τίποτα και τότε η Ευτυχία της είπε μεσ’ από τον λάκκο:
- Πες μου κι εσύ τι θέλεις να σου δώσω;
Και τότε η γυναίκα έσκυψε, άπλωσε το χέρι της και είπε:
-”Δώσε μου το χέρι σου” κι έβγαλε την Ευτυχία από το λάκκο.
Μετά συνέχισε το δρόμο της…..
Η Ευτυχία χαμογέλασε και την ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΕ!!!
 

Τρίτη 4 Φεβρουαρίου 2014

Μιά Ιστορία Για Σένα νο 6

Ήταν που λέτε μια φορά ένα σκιουράκι. Ούτε όμορφο, ούτε άσχημο. Ούτε έξυπνο, ούτε και κουτό. Ένα συνηθισμένο σκιουράκι ήτανε, που θα μοιαζε μ’ όλα τα άλλα, αν δεν είχε μια παράξενη συνήθεια.
Μόλις σουρούπωνε , το σκαγε απ’ τη φωλιά του και πήγαινε και στηνότανε στην άκρη του δάσους, δίπλα στο ποτάμι, καρτερώντας τα ζώα που πήγαιναν να πιούν νερό….
Περνούσαν λέαινες, ζαρκάδια κι αρκούδες και λαγοί και ασβοί και βατραχάκια…
Το σκιουράκι ένοιωθε πως με όλα έμοιαζε λιγάκι, πως όλα τους είχανε κάτι όμορφο, κάτι ξεχωριστό. Έτσι, τα σταματούσε όλα, τα κοίταζε στα μάτια και τα ρωτούσε:
- Μπορείς να μ’ αγαπάς?
Τα πιο πολλά γελούσαν. Άλλα δεν έμπαιναν καν στον κόπο ν’ απαντήσουν. Κι άλλα του λέγανε: Δεν έχω χρόνο – ή δεν ξέρω τι είναι ν αγαπάς….
Κι αυτό γινότανε κάθε σούρουπο κι έτσι είχαν τα πράγματα, ώσπου, μια μέρα, το σκιουράκι ξαναρώτησε κι ένας ασβός του χαμογέλασε και του είπε:
- Μπορώ. Έλα ν αγαπηθούμε.
- Μπορείς? Πόσο χαίρομαι!
- Πες μου όμως, τι πα’ να πει ν αγαπηθούμε?
- Λοιπόν, το πιο σπουδαίο είναι να μη βιαστείς να καταλάβεις. Και τώρα άκου: Ν’ αγαπηθούμε, πρώτα-πρώτα πά’ να πει να κοιταζόμαστε στα μάτια.
Κι έτσι κοιταζόντουσαν στα μάτια για μερόνυχτα….
- Τώρα αγαπιόμαστε?
- Όχι βέβαια. Αλοίμονο αν ήταν τόσο απλό. Ν’ αγαπηθούμε πά’ να πει και να φτιάξουμε κάτι μαζί.
Κι έφτιαξαν πράγματα μαζί. Κι ήταν τόσο χαρούμενα! ...
- Τι ωραίο να σ’ αγαπάω!
Τώρα δεν αγαπιόμαστε?
- Όχι ακόμα. Για ν αγαπηθούμε πα να πει και να χουμε κάτι ο ένας απ τον άλλον. Έλα ν αλλάξουμε χρώματα. Δως μου λίγο απ το καστανόμαυρο τρίχωμα σου κι εγώ θα σου δώσω απ το κίτρινο των ματιών μου.
Κι έτσι έκαναν...
Το σκιουράκι καθρεφτίστηκε στα μάτια του ασβού και καμάρωσε την κίτρινη λάμψη τους στα δικά του μάτια. Κι ύστερα του χάρισε το πιο γλυκό καστανόμαυρο τρίχωμα που είχε στην πλάτη του.
- Τώρα αγαπιόμαστε?
- Όχι, όχι ακόμα. Μας μένει το πιο δύσκολο. Πρέπει ν αγκαλιαστουμε σφιχτά, πολύ σφιχτά, και να τρέξουμε στον ήλιο, καβαλώντας μια αχτίδα από φως. Έλα, με το ένα, με το δύο, με το τρία, να προλάβουμε αυτήν εκεί την αχτίδα.
- Ένα, δύο, τρία, εεεεεεεε... ώπ!
- Τώρα αγαπιόμαστε?
- Τώρα.
Και που λέτε όσο κι αν φαίνεται παράξενο, κάπως έτσι έγιναν κι έτρεχαν για τον ήλιο. Κι άρχισε να πέφτει μια βροχή, γλυκιά σα μέλι. Ήταν τα δάκρυα της χαράς τους, που απ την τεράστια ταχύτητα – που ζάλισε όλα τα πουλιά κι όλα τ αστέρια – έγιναν ένα ...
Κι ύστερα βγήκε απ τον ουρανό τόξο τόσο λαμπερό, που όλοι στη γη βάλανε το χέρι πάνω από τα μάτια να μην τυφλωθούνε, κι αναρωτιόντουσαν τι είχε συμβεί πάνω απ τα σύννεφα...
Και πέρασε καιρός. Να τανε χρόνια, να τανε ένα λεπτό μονάχα, κανένας δε θα μπορούσε να μας πει, γιατί ο χρόνος είναι άχρονος, μέχρι που ο ασβός ψυθίρισε:
- Κουράστηκα. Μη σου κακοφανεί. Μπορεί και να ζαλίστικα από το τρέξιμο. Θα θελα να γυρίσω πίσω.
- Κουράστηκες? Όμως, δεν τρέχουμε πατώντας στο χώμα. Είναι το φως που μας κουβαλάει. Δεν είναι κουραστικό.
- Για μένα είναι. Έπειτα το χω ξανακάνει. Λίγοι αντέχουν δεύτερη φορά. Ειναι επικίνδυνο. Γυρίζω πίσω...
Αυτά είπε. Και με πολύ μεγάλη ευκολία, πήδηξε πάνω σε ένα μετεωρίτη που κατέβαινε στη γη και χάθηκε...
- Μη φεύγεις, φώναξε το σκιουράκι. Φοβάμαι πως δε θα μπορέσω ποτέ πια να σταματήσω, κι είναι αστείο να τρέχω μόνο μου στον ουρανό...
Όμως, τη φωνή του την άκουσε μονάχα το σκοτάδι, κι ίσως – δε σας τ ορκίζομαι - το φεγγαράκι που πρόβαλε πίσω από ένα σύννεφο δειλά.
- Εεεεεε ... ωωωωωωω... Είναι κανείς εδώ? Δεν έχει νόημα πια να πάω στον ήλιο. Ποιός θα μπορούσε να μου πει πως θα ξαναγυρίσω πίσω?
Αλλά το σύμπαν εκείνη τη στιγμή ήταν άδειο, κι έτσι δεν του απάντησε κανείς.
- Μου φαίνεται πως τώρα τρέχω πιο γρήγορα από πρώτα. Κι άρχισα να κρυώνω. Κι αν τρέχω έτσι μόνο μου για πάντα? Εεεεε .... ωωωωω.... Βοήθεια! Δεν είναι κανείς εδώ?
Τότε μια μικρή φωνούλα έφτασε στ αυτιά του, τόσο γλυκιά και σιγανή σαν να βγαινε από μέσα του.
- Ψιτ, ψιτ! Σκιουράκι!
- Μου μίλησε κανείς? Τίποτα δε βλέπω.
- Ψιτ, εδώ δίπλα στην κοιλιά σου. Είμαι η ηλιαχτίδα που σε κουβάλησε μαζί με τον ασβό βόλτα στο Γαλαξία. Ακόμα πάνω μου τρέχεις. Άκου. Εγώ μόνο μπορώ να σε γυρίσω πίσω. Πρώτα θα μπούμε σε τροχιά γύρω απ τη γη., κι έτσι ύστερα σιγά – σιγά θα κατεβούμε. Μόνο που έχω τρέξει άπειρα χιλιόμετρα κι ενέργεια μου έχει σχεδόν εξαντληθεί. Για να γυρίσουμε, θα πρέπει να θυσιάσεις κάτι από σένα, να το καίω, να γεμίζω τις μπαταρίες μου, να προχωράμε...
- Ότι πεις. Τι θες να θυσιάσω?
- Ξέρω κι εγώ? ... το τρίχωμα σου, τις πατούσες σου, ένα κομμάτι απ την καρδιά σου...
- Το τρίχωμα μου και οι πατούσες μου είναι δικά σου. Μόνο που καρδιά δεν έχω πια. Την πήρε ο ασβός μαζί του. Κι αυτό δεν αλλάζει...
- Εντάξει, παίρνω τις πατούσες σου. Ελπίζω να μας φτάσουν. Καιώ την πρώτη... Μην πονάς πολύ. Μην κλαις, δεν το αντέχω. Ησύχασε. Κρατήσου τώρα. Αλλάζουμε πορεία.
Κι έτσι μπήκανε σε τροχιά... Το σκιουράκι, μ ένα πόδι, κοίταζε τη γη – τόσο μικρούλα – κι όμως του φάνηκε πως διέκρινε στο δάσος τον ασβό του. Κι ήταν το κέντρο της γης ο ασβός γι αυτόν. Μόνο εκείνος μέτραγε εκεί κάτω. Τίποτα άλλο.
- Παράξενο να μπαίνεις σε τροχιά. Το κέντρο της ζωής σου είν αυτό το κάτι που τρέχεις γύρω του. Κι όμως είναι άσκοπο να τρέχεις, γιατί δεν μπορείς να το φτάσεις, ούτε και να ξεφύγεις απ αυτό...
- Σσσσσς! Μη μιλάς, δάγκωσε τα χείλη, είπε η ηλιαχτίδα... Καίω τη δεύτερη πατούσα. Κατεβαίνουμε ...
Κι αρχίσανε να κατεβαίνουν κάνοντας τούμπες στον αέρα, μέσα σε ρεύματα τόσο τρελλά, που όλα δείχνουν πως δίχως άλλο θα γκρεμοτσακιστούνε. Το σκιουράκι δίχως πόδια, κι η γη να μεγαλώνει, να μεγαλώνει, το δάσος να φαίνεται πια καθάρα, τα δέντρα, τα πουλάκια, του ποτάμι και ξαφνικά...
Πλάτς! ... Και μετά τίποτα...
Όταν το σκιουράκι, ύστερα από ώρα, άρχισε να συνέρχεται, πόναγε σ όλο του το κορμί. Όμως κατάλαβε πως κάποιος ήταν κοντά του και του βαζε οινόπνευμα κι ύστερα του φυσούσε τις πληγές για να μην τσούζει, και του βαζε επιδέσμους και το χάιδευε....
- ο ασβός μου, σκέφτηκε κι άνοιξε τα μάτια.
Όμως είδε να σκύβει από πάνω του ένας κάστορας. Ήταν ένας μικρόσωμος κανελής κάστορας μ αστεία μουσούδα, που όμως το βλέμμα του ήταν τόσο φωτεινό, που σαν σε κοιτούσε νόμιζες πως λαμπύριζαν πυγολαμπίδες στα μάτια του.
Κι είχε ένα χαμόγελο τόσο, μα τόσο τρυφερό, που το σκιουράκι ούτε να δακρύσει από ευγνομοσύνη δεν μπορούσε. Κοιτάζονταν σιωπηλά ώρα πολλή. Ύστερα ο κάστορας ρώτησε κάτι που το σκιουράκι άπειρες φορές είχε ρωτήσει παλιά, όταν ήταν ανυποψίαστο για όλα....
- Μπορείς να μ αγαπάς?
Το σκιουράκι αναστέναξε χωρίς καθόλου λύπη.
- Φοβάμαι πως δε μπορώ. Δεν έχω πια καρδιά για να σ αγαπήσω...
- Δεν πειράζει. Αν το θες, θα σου δώσω ένα κομμάτι απ΄τη δική μου.
- Όμως ν αγαπηθούμε πα να πει να τρέχουμε μαζί – κι εγώ δεν έχω πόδια.
- Να τρέχουμε, έτσι άσκοπα, γιατί? Ν αγαπηθούμε πα να πει να κάνουμε μαζί ένα δρόμο, όπως μπορούμε. Το πιο σπουδαίο είναι να μαστε οι δυό μας, και όχι πόσο γρήγορα θα τρέξουμε, ούτε που θα πάμε...
Μικρό μου σκιουράκι, αν μπορείς να μ αγαπάς θα σου φτιάξω δεκανίκια από ξύλο αγριοτριανταφυλλιάς. Κι αν δε θες, θα σε μάθω να περπατάς με τα χέρια. Κι αν κουραστείς, θα σε πάρω αγκαλιά και θα ναι πιο όμορφα, γιατί θ ακούω την ανάσα σου κι η μυρωδιά σου θα μπει μέσα στο πετσί μου και δε θα ξέρουμε αν είσαι εσύ ή εγώ, εγώ ή εσύ, θα είμαστε εμείς....
Τι έγινε μετά κανείς δεν έμαθε στα σίγουρα – κι εγώ που να ξέρω?
Λένε πως τους είδανε να φεύγουν για την Ανατολή, περπατώντας και οι δυο μετα χέρια, και να γελάνε, να γελάνε... Ο απόηχος απ το γέλιο τους ξέμεινε στα φυλλώματα των δέντρων.
- Λένε ...
Πάντως ποτέ – μα ποτέ – κανείς δεν τους ξανάδε πια!
 

Λίλη Λαμπρέλλη....το σκιουράκι

Κυριακή 2 Φεβρουαρίου 2014

Πως Θα Γινουν Τα Σκοτάδια Φως ;


 
Τον πιο παλιό καιρό ζούσε εδώ μία κοινότητα Ανθρώπων. Γύρω απ’τις τρεις μεριές του οικισμού, ήταν το Μαύρο Δάσος. Και από την τέταρτη, η απέραντη στέπα. Για πολύ καιρό ο ήλιος έλαμπε και ο ουρανός ήταν γαλάζιος, και έτσι οι Άνθρωποι ήταν γενναίοι και ευτυχισμένοι.
 
Μα κάποια μέρα, ήρθανε απ’την στέπα άλλοι Άνθρωποι, πιο νέοι, πιο βάρβαροι, πιο δυνατοί και έδιωξαν τους πρώτους, βαθιά μέσα στο Μαύρο Δάσος. Έλη τους περικύκλωσαν και βάλτοι και το σκοτάδι ήτανε πυκνό. Άρχισαν να πεθαίνουν, ο ένας μετά τον άλλο, απ’τα κουνούπια και τον μολυσμένο αέρα.
Τότε, γυναίκες και παιδιά, αρχίσανε τους θρήνους και όλοι μαζί καθίσαν να σκεφτούν σαν τι θα κάνουν.
-Δυό δρόμοι ανοίγονται για μας.
 
Ο ένας, προς τα πίσω. Μα εκεί, βρίσκονται οι δυνατοί εχθροί μας.


Ο άλλος μπροστά, πέρα απ’τα Μαύρα Δάση, εκεί που τα μεγάλα δέντρα, με τα πανίσχυρα κλωνιά τους αγκαλιάζονται κι οι κόμποι απ’τις γυμνές τους ρίζες βυθίζονται βαθιά, στη λιπαρή τη λάσπη.
Και το σκοτάδι ήταν πυκνό και τα μεγάλα δέντρα δέντρα πέτρινα- στεκόντουσαν βουβά και ακίνητα, μέσα στο μαύρο θάμπος και πιο σφιχτά πλησίαζαν το να το άλλο, τριγύρω στους Ανθρώπους. Μα εκείνοι είχαν συνηθίσει την απλωσιά της στέπας και πιο πολύ τους στένευε το Δάσος, παρά θηλιά κρεμάλας στο λαιμό τους.
Και η Ώρα χτύπησε Έντεκα. Και όμως, κάποτε ήταν δυνατοί και θα μπορούσαν να νικήσουν. Μα τώρα, κάτω απ’τα πυκνά κλαδιά, χάθηκε η ψυχή και ίσως- το σώμα. Και οι θρήνοι γέννησαν την Φρίκη.
Και οι Μάνες κλαίγανε τους πεθαμένους. Και οι ζωντανοί αλυσοδέθηκαν από τον Φόβο. Λόγια δειλίας άρχισαν να ακούγονται μέσα στο Δάσος. Και ήθελαν στους εχθρούς να παν και γονατίζοντας να τους προσφέρουν τη λευτεριά τους.
Και είπε ο Ντάνκο:
-Σύντροφοι, δεν κυλάει η πέτρα με την σκέψη μόνο. Όποιος δεν κάνει τίποτε, δεν του συμβαίνει τίποτε. Γιατί να σπαταλιέται η δύναμή μας στον καημό; Πάμε στο Δάσος και ας το περάσουμε ως πέρα. Σίγουρα θα χει κάποιο τέλος. Όλα στον Κόσμο έχουν ένα τέλος. Εμπρός λοιπόν!
-Οδήγησε μας, με μια φωνή είπανε όλοι. Και ξεκίνησαν.
Και σε κάθε βήμα, ο Βάλτος άπληστο σάπιο στόμα- καταβρόχθιζε Ανθρώπους. Σαν φίδια απλωθήκανε παντού οι ρίζες και κάθε βήμα το πληρώνανε με αίμα. Περπάτησαν πολύ καιρό και όλο πύκνωναν τα σκοτάδια. Κουράστηκαν και άρχισαν να γκρινιάζουν για τον Ντάνκο και έλεγαν πως, άδικα, νέος και άπειρος τους έσυρε εδώ κάτω κι ας είχαν όλοι τους συμφωνήσει.
Και κάποτε, στο Δάσος μπόρα ξέσπασε. Και έγινε το σκοτάδι πιο μαύρο και απ’της Κόλασης τις νύχτες. Μα ο Ντάνκο περπατούσε πάντα εμπρός. Και τα κλαδιά των δέντρων τους κυκλώσανε. Και κεραυνοί σκίζανε τον αιθέρα. Όλο δυνάμεις και πιο λίγες τους απόμεναν. Μα εκείνος περπατάει πάντα μπρος «ένας αυτός, και ζει για χίλιους».
Τσάκισαν και έχασαν το θάρρος τους και ρίξανε το φταίξιμο στον Ντάνκο.
-«Σας οδηγώ εγώ», μας είπες! -Σας οδήγησα. Μα εσείς; Σέρνεστε όλο πιο πολύ στη λάσπη, μπουσουλώντας με τα τέσσερα, σα ζώα. Σκοτείνιασαν τα μάτια τους και φάνηκε μέσα σ’αυτά η λάμψη του θανάτου. «Κοίτα τους», μονολόγησε, «πριν όλοι φίλοι, τώρα όλοι τους θηρία» και λάμψανε τα μάτια του σαν φάροι. Και βλέποντάς το αυτό, σκέφτηκαν πως τρελάθηκε και πως, γιαυτό -έτσι ζωηρά- φλογίστηκε η ματιά του και φυλάχτηκαν. Και σαν κοπάδι λύκων που θήραμα μυρίστηκε- μαζεύτηκαν, γιατί περίμεναν πως θα ριχτεί πάνω τους πρώτος. Και άρχισε να στενεύει γύρω του ο κλοιός. Και αυτός κατάλαβε τη σκέψη τους και η σκέψη γέννησε στην φλογερή καρδιά του το παράπονο. Και όλο το Δάσος άρχισε να ψέλνει το μαύρο, πένθιμο τραγούδι του. Και ο κεραυνός βροντάει και η βροχή πέφτει ασταμάτητα.
-«Αν δεν καώ εγώ αν δεν καείς εσύ- πως θα γενούνε τα σκοτάδια φωςφώναξε, κι απ’τη Βροντή πιό δυνατά. Και έσκισε με τα χέρια του το στήθος του και έβγαλε από μέσα την καρδιά του και την κρατάει ψηλά, απ’τα κεφάλια πάνω των Ανθρώπων. Αναλαμπάδιασε η Καρδιά σαν ήλιος- και το σκοτάδι διαλύθηκε μέσα στο φως. Και οι Άνθρωποι κατάπληκτοι- μαρμάρωσαν.
-Εμπρός, φωνάζει ο Ντάνκο και ρίχνεται μπροστά, στην πρωτινή του θέση, ψηλά κρατώντας την Φλεγόμενη Καρδιά του -που φώτιζε την Μοίρα των Ανθρώπων. Τον ακολούθησαν σαν μαγεμένοι. Το Δάσος αντιβούισε έκπληκτο, μα η βοή του πνίγηκε στον Ήχο των Χρωμάτων. Και τώρα πέθαιναν, μα πέθαιναν δίχως παράπονα και παρακάλια. Έτρεχαν γρήγορα μπροστά, με γενναιότητα το Φως του Φάρου ακολουθώντας την Καρδιά του. Και ο Ντάνκο πάντα προχωρούσε προς τα εμπρός και η Φλόγα της Καρδιάς του όλο φούντωνε και φούντωνε. Και τέλειωσε το Δάσος. Και έμεινε πίσω τους, βουβό. Και στα λιβάδια πέρα, στη μεγάλη στέπα σαν ξεμύτισαν, λούστηκαν ξαφνικά από ηλιόφως και καθαρό αέρα ξεπλυμένο απ’την βροχή. Και έλαμψε ο ήλιος και πέρα, το ποτάμι, σαν φιδίσιο σώμα αντιφέγγισε. Σουρούπωνε. Κατά το λιόγερμα, άρχισε να φαντάζει κόκκινο σαν αίμα- το ποτάμι. Και εκείνος, χαμογέλασε περήφανα.
Και έγινε η Ώρα, Δώδεκα. Στο χώμα πέφτει και η Μάνα Γη προστάζει, και λουλούδια τον αγκάλιασαν. Και δεν τον πρόσεξε κανείς πού έπεσε κάτω. Και μόνο η γενναία του Καρδιά ακόμα άναβε. Και ένας, την πρόσεξε. Και φοβισμένος- με το πόδι του την πάτησε. Και η Φλογερή Καρδιά του Ντάνκο, χάθηκε για πάντα

 
Η ιστορία του Ντάνκο είναι από το βιβλίο του Μαξίμ Γκόργκι :Η φλογερή καρδιά του Ντάνκο