Ένα ζευγάρι περπατούσε αργά, χωρίς σκοπό, σαν να ήθελε να ξορκίσει την ώρα του χωρισμού στο ζεστό δρόμο που συνέδεε δυο χωριά. Πότε κρατιούνταν απαλά απ’ το χέρι, πότε αγκαλιάζονταν ακουμπώντας ο ένας στον ώμο του άλλου. Ήταν όμορφοι, λαμπεροί μέσα στα ελαφρά, καλοκαιριάτικα ρούχα τους, τα λευκά παπούτσια, το ακάλυπτο κεφάλι. Περπατούσαν σαν να χόρευαν. Ο έρωτας οδηγούσε τα βήματά τους μέσα στην έξαψη του καλοκαιρινού βραδιού. Το κορίτσι είχε λευκό πρόσωπο και λαιμό, ο άντρας ήταν ηλιοκαμένος. Ήταν κι οι δυο λεπτοί και ψηλοί, πανέμορφοι, αφημένοι στη μαγεία της στιγμής που ζούσαν. Είχαν γίνει ένα, λες και τους έτρεφε και τους οδηγούσε μια μόνο καρδιά, αλλά ταυτόχρονα διέφεραν σχεδόν στα πάντα, απείχαν έτη φωτός ο ένας απ’ τον άλλο. Ήταν η στιγμή που η φιλία γίνεται έρωτας και το παιχνίδι πεπρωμένο. Χαμογελούσαν κι οι δυο κι ας ήταν σοβαροί, σχεδόν θλιμμένοι. (…) Οι δυο ερωτευμένοι προχώρησαν αγκαλιασμένοι ως το σταυροδρόμι. Το φιλί του αποχωρισμού ήταν παθιασμένο, ύστερα απομακρύνθηκαν ο ένας απ’ τον άλλο και πήρε ο καθένας το δικό του δρόμο. Γρήγορα γύρισαν κι οι δυο για να φιληθούν ακόμα μια φορά, αλλά τώρα το φιλί δεν τους έδινε χαρά, τους έκαιγε και τους διψούσε. Το κορίτσι απομακρύνθηκε γρήγορα κι εκείνος έμεινε να την κοιτάζει. Ακόμα κι εκείνη τη στιγμή ένιωθε το παρελθόν να στέκει δίπλα του. Τα γεγονότα που είχε ζήσει τον κοίταζαν κατάματα: άλλοι χωρισμοί, άλλα φιλιά μες στη νύχτα, άλλα χείλη, άλλα ονόματα. Ένιωθε την καρδιά του να σφίγγεται από θλίψη. Πήρε με αργό βήμα το δρόμο του γυρισμού ενώ τ’ αστέρια έλαμπαν πάνω απ’ τα δέντρα.
του Hermann Hesse, από τις Ερωτικές ιστορίες·
καλησπέρα έτσι υπέρλαμπρα!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΓειά σου ιεροθεε
Διαγραφήκαλημερα!
ΑπάντησηΔιαγραφήπολυ ομορφη ιστορια!
χαίρομαι που σου άρεσε καλη σου μέρα επίσης!!!
Διαγραφή