cookieOptions = {...};

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 29 Νοεμβρίου 2014

Η επιθυμία νικάει το φόβο



Ενώ φτιάχνεις βαλίτσα για το αλλού ΕΛΕΝΗ ΞΕΝΟΥ.

«ΣΚΕΦΤΗΚΑ ΠΩΣ ΘΑ ΣΟΥ ΑΡΕΣΕ ΜΙΑ ΒΟΛΤΑ ΜΕ ΤΟ ΠΟΤΑΜΟΠΛΟΙΟ ΣΤΟΝ ΤΑΜΕΣΗ» ΜΟΥ ΕΙΠΕΣ ΚΑΙ ΜΟΥ ΤΟ ΕΙΠΕΣ ΤΗΝ ΩΡΑ ΠΟΥ ΔΙΕΣΧΙΖΕΣ ΗΔΗ ΜΙΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΓΕΦΥΡΕΣ ΤΟΥ. Μπορούσα να ακούσω τον αέρα να φυσάει όσο μου μιλούσες και ένιωθα το κρύο να μου παγώνει τη μύτη. Θα πήγαινες την επομένη, είπες, στην υπαίθρια αγορά, μήπως εκεί έβρισκες ένα καπέλο που να ζεσταίνει και να ’ναι και φθηνό. «Θα με πας και μένα στις υπαίθριες αγορές» σε πρόσταξα και εσύ γέλασες, γιατί ήξερες πόσο μ’ αρέσει να χάνομαι σε δαύτες. Μου υποσχέθηκες πως θα με πας και ύστερα μου είπες πως εσύ θα φεύγεις το πρωί και θα γυρνάς το βράδυ. Το βράδυ θα τρώμε κινέζικα -αυτό κάνεις εδώ και μέρες, έχει γεμίσει το σαλόνι σου με άδεια κουτιά από το κινέζικο της γειτονιάς σου. «Δεν είναι και το πιο καθαρό σπίτι» με προειδοποίησες και ύστερα μου είπες πως εγώ θα κοιμάμαι στο μεγάλο δωμάτιο, που έχει και μπαλκόνι, και εσύ σε ένα πιο μικρό.
«ΘΑ ΜΑΓΕΙΡΕΥΩ ΤΑ ΒΡΑΔΙΑ» ΣΟΥ ΕΙΠΑ ΚΑΙ ΓΕΛΑΣΕΣ ΠΟΛΥ ΔΥΝΑΤΑ -ΔΕΝ ΕΙΧΕΣ ΚΑΜΙΑ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗ ΣΤΙΣ ΜΑΓΕΙΡΙΚΕΣ ΜΟΥ ΙΚΑΝΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΕΙΧΕΣ ΑΠΟΛΥΤΟ ΔΙΚΙΟ. Το ’ξερα πως θα ήτανε δύσκολο να σε πείσω να δείξεις εμπιστοσύνη. «Γι’ αυτό έρχομαι εκεί άλλωστε», σ’ το θύμισα, «γιατί είναι και πάλι η εποχή να εκπλήξω τον εαυτό μου». Αυτό ήθελα. Να με εκπλήξω. Να τσιγαρίσω, δηλαδή, λιγάκι το μυαλό μου με άγνωστα μπαχαρικά και να ανακατέψω ξανά τα υλικά μου, ρίχνοντας μέσα ξένες μυρωδιές. «Είμαι τόσο περίεργη» σου είπα και εσύ δεν αντέδρασες. Προφανώς δεν κατάλαβες τι εννοούσα, μα εκείνο που εννοούσα ήταν πως νιώθω την ίδια αγωνία, την ίδια εκείνη αγωνία που με πιάνει κάθε φορά που ξέρω πως είναι η στιγμή να νικήσει η επιθυμία μου ένα φόβο μου ακόμα. Είμαι περίεργη, σου είπα, πού θα με βγάλει αυτό το καινούργιο κονταροχτύπημά τους κι αν θα καταφέρω να κυλήσω ξανά στο ρυθμό του ποταμού.
«ΔΕ ΣΕ ΠΕΙΡΑΖΕΙ ΠΟΥ ΘΑ ΕΧΕΙ ΚΡΥΟ ΚΑΙ ΠΟΥ ΔΕ ΘΑ ΒΛΕΠΕΙΣ ΗΛΙΟ;» ΜΕ ΡΩΤΗΣΕΣ. Είχες ήδη διασχίσει τη γέφυρα και περπατούσες τώρα προς τον υπόγειο σταθμό. Ο αέρας είχε ηρεμήσει και ο ποταμός σου έμοιαζε ακόμα πιο υπέροχος όσο τον κοιτούσες από μακριά. «Σε λίγο ίσως κλείσει η γραμμή», μου είπες, «μπορεί να μην έχω σήμα», διευκρίνισες και συνειδητοποίησα πόσο είχα πεθυμήσει τους υπόγειους σταθμούς με τις ατέλειωτες ηλεκτρικές τους σκάλες και τις υπόγειες διαδρομές των τυχαίων συναντήσεων. «Δε σε πειράζει;» ρώτησες ξανά και εγώ βιάστηκα να σου απαντήσω, πριν χάσεις σήμα, πως καθόλου δε με πειράζει που δε θα βλέπω ήλιο, αυτό θέλω, σου είπα, να παρατηρώ τα πρόσωπα χωρίς να τα φωτίζει ο ήλιος και να βλέπω πώς γράφουνε οι σκιές απάνω τους χωρίς την αντανάκλαση. Δεν έκανες κανένα σχόλιο. «Θέλω να μείνεις όσο θες» είπες μονάχα και πως να μην ξεχάσω να σου στείλω όλες τις λεπτομέρειες της πτήσης μου για να είσαι εκεί στην ώρα σου. «Να βάλεις το εμβόλιο στο σκυλί και να του αγοράσεις μια κουβέρτα» συμπλήρωσες με ύφος επιτακτικό, για να το σημειώσω στα επείγοντα.
«ΝΑ ΜΗΝ ΑΝΗΣΥΧΕΙΣ», ΣΟΥ ΕΙΠΑ, «ΝΑ ΜΗΝ ΑΝΗΣΥΧΕΙΣ ΓΙΑ ΤΙΠΟΤΑ. Έχω βάλει το εμβόλιο στο σκυλί και του πήρα και κουβέρτα. Είμαι έτοιμη. Είμαι έτοιμη να γυρνάω ξανά σε μια άγνωστη πόλη, με ένα μαύρο, αυτή τη φορά, σημειωματάριο που να ταιριάζει στο γκρίζο ουρανό της, και εκεί μέσα, στο μαύρο σημειωματάριο, να γράφω μικρές ιστορίες θανάτου». «Μικρές ιστορίες θανάτου;» απόρησες και έχασες σήμα, έτσι δεν πρόλαβα να σου εξηγήσω πως έχω πια τη σοβαρή υποψία πως σ’ εκείνες είναι τελικά που πάει και κρύβεται η ζωή…
 

Τετάρτη 12 Νοεμβρίου 2014

Διαβάζοντας ένα γράμμα , ακούγοντας customtone

 
 
 


 

Νέα Υόρκη

10 Νοεμβρίου 1958

Αγαπητέ Τομ:

Λάβαμε το γράμμα σου σήμερα το πρωί. Θα σου απαντήσω από τη δική μου οπτική γωνία και η Ελαίν φυσικά από τη δική της.

Πρώτα απ’ όλα αν είσαι ερωτευμένος, είναι καλό πράγμα. Είναι το καλύτερο πράγμα που μπορεί να συμβεί στον καθένα. Μην αφήσεις λοιπόν κανέναν να υποβαθμίσει αυτό το γεγονός.

Δεύτερον, υπάρχουν πολλά είδη αγάπης. Το ένα είναι ένα εγωιστικό, κακότροπο, εγωκεντρικό πράγμα, που χρησιμοποιεί την αγάπη για λόγους προσωπικής αίσθησης σημαντικότητας. Αυτό είναι ένα άσχημο και καταστροφικό είδος. Το άλλο είναι ένα ξεχείλισμα από οτιδήποτε καλό έχεις μέσα σου όπως: η ευγένεια, το ενδιαφέρον για τον άλλο, ο σεβασμός…όχι μονάχα ο κοινωνικός σεβασμός με καλούς τρόπους, αλλά ο μέγιστος σεβασμός, ο οποίος είναι η αναγνώριση ενός ανθρώπου ως πολύτιμος και μοναδικός για σένα. Το πρώτο είδος, μπορεί να σε αρρωστήσει και να σε κάνει μικρό και αδύναμο. Το δεύτερο είδος όμως, μπορεί να απελευθερώσει σε σένα μια δύναμη, ένα κουράγιο και μια καλοσύνη, ακόμα και μία σοφία που δεν γνώριζες πως διαθέτεις.

Λες πως αυτή η αγάπη δεν είναι απλός ενθουσιασμός. Αν το αισθάνεσαι βαθιά, φυσικά δεν είναι απλός ενθουσιασμός. Αλλά δεν νομίζω πως με ρώτησες για το τι αισθάνεσαι. Ξέρεις καλύτερα από τον καθένα. Αυτό που μου ζητάς είναι να σε βοηθήσω με το τι να κάνεις και αυτό θα σου πω.

Καταρχάς, δόξασε αυτό το συναίσθημα και νιώσε χαρούμενος και ευγνώμων γι’ αυτό.

Το αντικείμενο της αγάπης σου είναι το καλύτερο και το ομορφότερο. Προσπάθησε να φανείς αντάξιός του. Αν αγαπάς κάποιον, δεν είναι κακό να του το πεις – μόνο που πρέπει να θυμάσαι πως μερικοί άνθρωποι είναι αρκετά ντροπαλοί και πως στα λεγόμενά σου θα πρέπει να λάβεις υπόψη σου και τη συστολή τους.

Τα κορίτσια έχουν ένα τρόπο να γνωρίζουν ή να νοιώθουν αυτό που αισθάνεσαι, συνήθως όμως τους αρέσει και να το ακούνε.

Κάποιες φορές, συμβαίνει αυτό που νοιώθεις να μην επιστρέφεται σε ‘σενα, για τον ένα ή τον άλλο λόγο- αλλά αυτό δεν κάνει τα συναισθήματα σου λιγότερο πολύτιμα.

Τέλος, γνωρίζω τα συναισθήματά σου γιατί τα έχω κι εγώ και είμαι πολύ χαρούμενος που τα αισθάνεσαι. Θα ήταν μεγάλη μας χαρά να γνωρίσουμε την Σούζαν και φυσικά είναι ευπρόσδεκτη. Η Ελαίν θα κάνει όλες τις ετοιμασίες με μεγάλη χαρά. Γνωρίζει κι αυτή για την αγάπη και ίσως να μπορέσει να σε βοηθήσει περισσότερο απ’ ότι εγώ σ’ αυτό το θέμα. Και να μη φοβάσαι να χάσεις.

Αν είναι σωστό, θα συμβεί. Το σημαντικό είναι να μην υπάρχει βιασύνη.

Τίποτα καλό δεν χάνεται.

Με αγάπη

Ο Πατέρας σου

[Επιστολή του J. Steinbeck στον γιο του Thom, όταν ο τελευταίος του έγραψε πως για πρώτη φορά νοιώθει πολύ ερωτευμένος με μία συμμαθήτριά του ονόματι Susan.]

Δευτέρα 10 Νοεμβρίου 2014

Χαμογέλα Ρε !! Θέλω 1 Χαμόγελο Άθικτο


 Χρόνης Μίσσιος απο το ''χαμογέλα , ρε τι σου ζητάνε ;''
[...] απόσπασμα


Η ζωή μας μια φορά μάς δίνεται, άπαξ, που λένε, σα μια μοναδική ευκαιρία. Τουλάχιστον μ’αυτήν την αυτόνομη μορφή της δεν πρόκειται να ξαναυπάρξουμε ποτέ.
Και μείς τι την κάνουμε, ρε αντί να την ζήσουμε;
Τι την κάνουμε;Τη σέρνουμε από δω κι από κει δολοφονώντας την…
Οργανωμένη κοινωνία,οργανωμένες ανθρώπινες σχέσεις.
Μα αφού είναι οργανωμένες, πώς είναι σχέσεις;
Σχέση σημαίνει συνάντηση, σημαίνει έκπληξη ,σημαίνει γέννα συναισθήματος, πώς να οργανώσεις τα συναισθήματα…
Έτσι, μ’αυτήν την κωλοεφεύρεση που τη λένε ρολόι, σπρώχνουμε τις ώρες και τις μέρες σα να μας είναι βάρος, και μας είναι βάρος, γιατί δε ζούμε, κατάλαβες;
Όλο κοιτάμε το ρολόι, να φύγει κι αυτή η ώρα, να φύγει κι αυτή η μέρα, να έρθει το αύριο, και πάλι φτου κι απ’την αρχή.
Χωρίσαμε τη μέρα σε πτώματα στιγμών, σε σκοτωμένες ώρες που θα τις θάβουμε μέσα μας, μέσα στις σπηλιές του είναι μας, στις σπηλιές…
στις σπηλιές όπου γεννιέται η ελευθερία της επιθυμίας, και τις μπαζώνουμε με όλων των ειδών τα σκατά και τα σκουπίδια που μας πασάρουν σαν “αξίες”, σαν “ηθική”, σαν “πολιτισμό”.
Κάναμε το σώμα μας ένα απέραντο νεκροταφείο δολοφονημένων επιθυμιών και προσδοκιών, αφήνουμε τα πιο σημαντικά, τα πιο ουσιαστικά πράγματα, όπως να παίξουμε και να χαρούμε μεταξύ μας, να παίξουμε και να χαρουμε με τα παιδιά και τα ζώα, με τα λουλούδια και τα δέντρα, να κανουμε έρωτα, να απολαύσουμε τη φύση, τις ομορφιές του ανθρώπινου χεριού και του πνεύματος, να κατεβούμε τρυφερά μέσα μας, να γνωρίσουμε τον εαυτό μας και τον διπλανό μας…
Όλα, όλα τα αφήνουμε για το αύριο που δε θα ‘ρθει ποτέ…
Αφού ανατέλλει, δύει ο ήλιος και δεν πάμε πουθενά αλλού, παρά μόνο στο θάνατο, και μεις οι μαλάκες, αντί να κλαίμε το δειλινό που χάθηκε άλλη μια μέρα απ’τη ζωή μας, χαιρόμαστε.
Ξέρεις γιατί;
Γιατι η μέρα μας είναι φορτωμένη, αντί να είναι μια περιπέτεια, μια σύγκρουση με τα όρια της ελευθερίας μας.
[....]


καλημέρα φωτογραφίες απο τον michael wolf  και το θέμα του Paris Abstract
καλη εβδομάδα ....
 συντροφιά να παίζει σήμερα


Παρασκευή 7 Νοεμβρίου 2014

Δεν ζητάω βοήθεια ...


πενθώ
για κείνους που πεθαίνουν σε τέσσερις τοίχους
για κείνους που ξεχάσανε
κι εκείνους που συμβιβαστήκαν.

πενθώ
για τα παιδιά που εξαργυρώνουν
το ρούχο της νιότης
για τους βασανιστές και τους ηγεμόνες
όσους καταδιώκουν τη δική τους ελπίδα.

πενθώ
για τις γυναίκες που δίνουν μόνον ηδονή
μέσα στη νύχτα που μακραίνει
χωρίς να θαμποφέγγει χάραμα.

πενθώ ακόμα
για την ανώφελη θυσία των επιγόνων της φωτιάς
για τις θλιμμένες μέρες των δειλών
το θανάσιμο τίμημα της ήρεμης ζωής.

~Τόλης Νικηφόρου~




ακούγοντας αγαπημένο κομμάτι ... διαβαζοντας κάτι που πρώτη φορά είδα... με ελπίδα να μην ξαναπενθήσουμε για τίποτα, με ελπίδα να ξεπεράσει ο καθένας τους προσωπικούς φόβους και να ανασάνει πραγματικά ... μακριά απο τις θλιμμένες μέρες και τις κατάρες ...

Δευτέρα 3 Νοεμβρίου 2014

Ο Ελέφαντας & Η Πεταλούδα


Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας ελέφαντας που όλη μέρα καθόταν και δεν έκανε τίποτα.


Ζούσε μόνος του σ’ ένα σπιτάκι πέρα ψηλά στην κορφή ενός στριφογυριστού δρόμου.
Από το σπίτι του ελέφαντα, ο στριφογυριστός δρόμος κατέβαινε, όλο κατέβαινε γεμάτος στροφές κι έφτανε σε μία πράσινη κοιλάδα, όπου ήταν ένα άλλο σπιτάκι. Στο σπιτάκι εκείνο ζούσε μία πεταλούδα.
Μια μέρα, εκεί που ο ελέφαντας καθόταν στο σπιτάκι του πλάι στο παράθυρο και κοίταζε έξω και δεν έκανε τίποτα (κι ήταν πολύ χαρούμενος, γιατί αυτό ακριβώς του άρεσε να κάνει περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο), είδε κάποιον ν’ ανεβαίνει, ολοένα ν’ ανεβαίνει το στριφογυριστό δρόμο κατά το σπιτάκι του∙ κι άνοιξε διάπλατα τα μάτια του και σάστισε πολύ. “Ποιος να ‘ναι αυτός που ανεβαίνει κι ολοένα κι ανεβαίνει το στριφογυριστό δρόμο κατά το σπιτάκι μου;” αναρωτήθηκε ο ελέφαντας.
Και μια στιγμή αργότερα, είδε πως ήταν μία πεταλούδα που πετάριζε χαρούμενα στο στριφογυριστό δρόμο∙ κι ο ελέφαντας είπε: “Απίστευτο! Θα περάσει άραγε απ’ το σπιτάκι μου να μου κάνει επίσκεψη;” Όσο πλησίαζε η πεταλούδα, τόσο η αγωνία του ελέφαντα μεγάλωνε – ώσπου η πεταλούδα ανέβηκε τα σκαλιά του μικρού σπιτιού και χτύπησε πολύ απαλά με το φτερό της την πόρτα. “Είναι κανείς εδώ;” ρώτησε.
Ο ελέφαντας ήταν ενθουσιασμένος, μα δεν είπε λέξη.
Η πεταλούδα χτύπησε ακόμη μια φορά με το φτερό της, λίγο πιο δυνατά αλλά πάλι πολύ απαλά, και είπε: “Μένει κανείς σ’ αυτό το σπίτι;”
Ούτε και τότε ο ελέφαντας είπε τίποτα, γιατί απ’ τη χαρά του δεν μπορούσε να μιλήσει.
Την τρίτη φορά η πεταλούδα χτύπησε την πόρτα αρκετά δυνατά και ρώτησε: “Είναι κανείς μέσα;” Αυτήν τη φορά ο ελέφαντας είπε με φωνή που έτρεμε: “Εγώ”. Η πεταλούδα κοίταξε δειλά απ’ τη μισάνοιχτη πόρτα και είπε: “Ποιος είσαι εσύ που ζεις σ’ αυτό το σπιτάκι;” Κι ο ελέφαντας κοίταξε δειλά από τη μισάνοιχτη πόρτα και είπε: “Είμαι ο ελέφαντας που δεν κάνει τίποτα όλη μέρα”. “Ω” είπε η πεταλούδα. “Να περάσω;” “Κόπιασε” είπε ο ελέφαντας μ’ ένα μεγάλο χαμόγελο, γιατί ήταν τρισευτυχισμένος. Η πεταλούδα έσπρωξε απαλά την πόρτα με το φτερό της, την άνοιξε και μπήκε.
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν εφτά δέντρα που ζούσαν πλάι στο στριφογυριστό δρόμο. Κι όταν η πεταλούδα έσπρωξε την πόρτα με το φτερό της και μπήκε στο σπιτάκι του ελέφαντα, ένα από τα δέντρα είπε σ’ ένα από τα δέντρα: “Μου φαίνεται πως θα βρέξει”.

Ο στριφογυριστός δρόμος θα γίνει μούσκεμα και θα μοσχοβολάει”, είπε ένα άλλο δέντρο σ’ ένα άλλο δέντρο.
Ένα από τ’ άλλα δέντρα είπε τότε σ’ ένα από τ’ άλλα δέντρα: “Τι τυχερή που είναι η πεταλούδα που είναι ασφαλής στο σπιτάκι του ελέφαντα. Έτσι δεν θα πάθει τίποτα απ’ τη βροχή”.
Μα το μικρότερο απ’ τα δέντρα είπε: “Άρχισε κιόλας να βρέχει, το νιώθω”. Και πράγματι, την ώρα που η πεταλούδα κι ο ελέφαντας συζητούσαν μες στο σπιτάκι του ελέφαντα, πάνω ψηλά στην κορφή του στριφογυριστού δρόμου, άρχισε παντού να πέφτει μια απαλή βροχή∙ κι η πεταλούδα με τον ελέφαντα κάθισαν μαζί πλάι στο παράθυρο και κοίταζαν έξω κι ένιωθαν ασφαλείς και χαρούμενοι, ενώ ο στριφογυριστός δρόμος είχε μουσκέψει κι είχε αρχίσει να μοσχοβολάει, όπως ακριβώς είχε πει το τρίτο δέντρο.
Δεν πέρασε πολλή ώρα κι η βροχή σταμάτησε. Ο ελέφαντας αγκάλιασε πολύ απαλά τη μικρή πεταλούδα και είπε: “Μ’ αγαπάς λιγάκι;”
Κι η πεταλούδα χαμογέλασε και είπε: “Όχι, σ’ αγαπώ πάρα πολύ”.
Ο ελέφαντας τότε είπε: “Είμαι πολύ χαρούμενος, νομίζω πως πρέπει να πάμε να κάνουμε μια βόλτα μαζί εσύ κι εγώ: η βροχή σταμάτησε πια κι ο στριφογυριστός δρόμος μοσχοβολάει”.
Η πεταλούδα είπε: “Ναι, αλλά πού να πάμε εσύ κι εγώ;”
Ας κατεβούμε το στριφογυριστό δρόμο κι ας πάμε πέρα μακριά, εκεί που δεν έχω πάει ποτέ” είπε ο ελέφαντας στη μικρή πεταλούδα. Κι η πεταλούδα χαμογέλασε και είπε: “Πολύ θέλω να κατεβώ μαζί σου το στριφογυριστό δρόμο και να πάμε πέρα μακριά – ας βγούμε απ’ την πορτούλα του σπιτιού σου κι ας κατεβούμε τα σκαλιά μαζί – τι λες;”
Βγήκαν λοιπόν μαζί απ’ το σπιτάκι, και το χέρι του ελέφαντα αγκάλιαζε πολύ απαλά την πεταλούδα. Το μικρότερο απ’ τα δέντρα είπε τότε στους έξι φίλους του: “Μου φαίνεται πως η πεταλούδα αγαπάει τον ελέφαντα όσο κι ο ελέφαντας αγαπάει την πεταλούδα, και χαίρομαι πάρα πολύ, γιατί θα μείνουν αγαπημένοι για πάντα”.
Κι ο ελέφαντας με την πεταλούδα κατέβαιναν, ολοένα και κατέβαιναν το στριφογυριστό δρόμο.
Μετά τη βροχή είχε βγει ένας υπέροχος λαμπερός ήλιος.
Στο στριφογυριστό δρόμο τα λουλούδια μοσχοβολούσαν.
Ένα πουλί άρχισε να τραγουδάει σ’ ένα θάμνο και τα σύννεφα χάθηκαν απ’ τον ουρανό κι ήταν παντού Άνοιξη.
Όταν έφτασαν στο σπίτι της πεταλούδας κάτω στην πράσινη κοιλάδα, που ήταν πράσινη όσο ποτέ, ο ελέφαντας είπε: “Αυτό είναι το σπίτι σου;”
Κι η πεταλούδα είπε: “Ναι, αυτό είναι”.

Να περάσω;” είπε ο ελέφαντας.

Ναι” είπε η πεταλούδα. Ο ελέφαντας λοιπόν έσπρωξε ελαφρά την πόρτα με την προβοσκίδα του και μπήκαν στο σπίτι της πεταλούδας. Τότε ο ελέφαντας φίλησε την πεταλούδα πολύ απαλά κι η πεταλούδα είπε: “Γιατί δεν είχες έρθει ποτέ μέχρι τώρα εδώ κάτω στην κοιλάδα που μένω;” Κι ο ελέφαντας απάντησε: “Γιατί δεν έκανα τίποτα όλη μέρα. Τώρα όμως που ξέρω πού μένεις, θα κατεβαίνω κάθε μέρα το στριφογυριστό δρόμο για να σε βλέπω, αν δεν σε πειράζει – σε πειράζει;” Τότε η πεταλούδα φίλησε τον ελέφαντα και είπε: “Σ’ αγαπώ και θέλω πολύ να έρχεσαι”.
Κι από τότε ο ελέφαντας κατέβαινε κάθε μέρα το στριφογυριστό δρόμο που μοσχοβολούσε (περνώντας πλάι απ’ τα εφτά δέντρα και το πουλί που κελαηδούσε μες στο θάμνο) για να πάει στη μικρή του φίλη την πεταλούδα.
Κι έμειναν αγαπημένοι για πάντα.

e.e.cummings, Παραμύθια (εκδ. Νεφέλη).

Καλημέρα όλη μέρα και ξεκίνημα εβδομάδας με ένα παραμύθι ... έχω καιρό να διαβάσω άλλωστε ...
 

Πέμπτη 23 Οκτωβρίου 2014

Η Ζαχαριέρα & Το Παράξενο Φρούτο ...


Φ: Ένα αγοράκι είναι εννιά χρονών κι ακόμα δεν μιλάει. Είναι μουγκό. Άλαλο, δίχως όμως καμία οργανική βλάβη. Οι γονείς, απελπισμένοι, συμβουλεύονται ειδικούς, ταξιδεύουν σ’ όλο τον κόσμο αναζητώντας μια λύση. Τίποτα. Κάποια μέρα κάθονται στο τραπέζι τη συνηθισμένη ώρα για να φάνε. Είναι μια πολύ ευκατάστατη και τυπική οικογένεια που ακολουθεί ρυθμούς, κανόνες, ωράρια. Το αγοράκι πάντα αμίλητο.

 Ώσπου αιφνίδια ανοίγει το στόμα του και ξεστομίζει τα πρώτα λόγια της ζωής του: “Θέλω τη ζάχαρη”.

Ήταν η μόνη φορά που κάτι έλειπε απ’ το τραπέζι. Η ζαχαριέρα. Δεν υπήρχε κανένας λόγος μέχρι τότε να μιλήσει το αγοράκι. Ήταν όλα εκεί.

Εκείνο που λείπει είναι αυτό που μας κάνει και να ζούμε και να γράφουμε, αλλά και να μιλάμε, Μαργαρίτα.



Μ. Καραπάνου – Φ. Τσαλίκογλου, “Μήπως;”, Εκδ. Ωκεανίδα (απόσπασμα)


Στα παράξενα απογεύματα  ....
συντροφιά  billie holiday



Πέμπτη 16 Οκτωβρίου 2014

To Μαγαζί Της Αλήθειας [απόσπασμα]


Ο άνθρωπος περπατούσε σ’ εκείνα τα σοκάκια της επαρχιακής πόλης. Είχε χρόνο και γι’ αυτό κοντοστεκόταν για λίγο μπροστά σε κάθε βιτρίνα, σε κάθε κατάστημα, σε κάθε πλατεία. Στρίβοντας σε μια γωνία βρέθηκε άξαφνα μπροστά σε ένα ταπεινό κατάστημα που η ταμπέλα του ήταν λευκή. Περίεργος, πλησίασε στη βιτρίνα και κόλλησε το πρόσωπο του στο κρύσταλλο για να καταφέρει να δεί μέσα στο σκοτάδι… Το μόνο που φαινόταν ήταν ένα αναλόγιο μ’ ένα χειρόγραφο καρτελάκι που έγραφε:

                                                             Το μαγαζί της αλήθειας

Ο άνθρωπος έμεινε έκπληκτος. Σκέφτηκε, ότι αν και διέθετε ανεπτυγμένη φαντασία, του ήταν αδύνατον να φανταστεί τί μπορεί να πουλούσαν.

Μπήκε.
Πλησίασε την κοπέλα που στεκόταν στον πρώτο πάγκο και τη ρώτησε: “Συγνώμη. Αυτό είναι το μαγαζί της αλήθειας;”
“Μάλιστα κύριε. Τί λογής αλήθεια θέλετε; Αλήθεια μερική, αλήθεια σχετική, αλήθεια στατιστική, πλήρη αλήθεια;”

Ώστε, λοιπόν, πουλούσαν αλήθεια. Ποτέ δεν είχε φανταστεί οτι ήταν δυνατόν κάτι τέτοιο. Να πηγαίνεις σ’ ένα μέρος και να παίρνεις την αλήθεια, ήταν υπέροχο.
“Θέλω πλήρη αλήθεια” αποκρίθηκε ο άνθρωπος χωρίς ταλάντευση.
Είμαι τόσο απηυδισμένος από τα ψέματα και τις πλαστογραφίες, σκέφτηκε. Δε θέλω άλλες γενικεύσεις, ούτε δικαιολογίες, δε θέλω απάτες, ούτε κοροϊδίες.
“Απόλυτη αλήθεια” διόρθωσε.
“Μάλιστα κύριε. Ακολουθήστε με.”
Η κοπέλα συνόδευσε τον πελάτη σ’ ένα άλλο μέρος του καταστήματος και δείχνοντας έναν πωλητή με αυστηρό ύφος, είπε:
“Ο κύριος θα σας εξυπηρετήσει.”
Ο πωλητής πλησίασε και περίμενε τον πελάτη να μιλήσει.
“Ήρθα να αγοράσω την απόλυτη αλήθεια.”
“Αχά. Συγνώμη, γνωρίζετε την τιμή;”
“Όχι. Πόσο κοστίζει;” αποκρίθηκε τυπικά. Στην πραγματικότητα ήξερε ότι θα πλήρωνε όσο όσο για να έχει όλη την αλήθεια.
“Για όλη την αλήθεια”, είπε ο πωλητής “το αντίτιμο είναι ότι ποτέ πια δε θα έχετε την ησυχία σας.”

Ένα ρίγος διέτρεξε τη ράχη του ανθρώπου. Ποτέ δεν είχε φανταστεί ότι το κόστος θα ήταν τόσο υψηλό.
“Ε..ευχαριστώ… Συγνώμη…” ψέλλισε.

Έκανε μεταβολή και βγήκε από το κατάστημα κοιτώντας το έδαφος.
Ένιωσε λίγο θλιμμένος όταν κατάλαβε ότι δεν ήταν ακόμα προετοιμασμένος για την απόλυτη αλήθεια, ότι ακόμα χρειαζόταν ορισμένα ψέματα για να βρίσκει ανάπαυση, ορισμένους μύθους και εξιδανικεύσεις για να καταφεύγει, ότι ήθελε κάποιες δικαιολογίες για να μην αντιμετωπίζει τον ίδιο του τον εαυτό…

“Ίσως αργότερα…” σκέφτηκε.

Jorge Bucay, “Να σου πω μια ιστορία – διηγήσεις που μ’ έμαθαν να ζω”, απόσπασμα....

Δευτέρα 13 Οκτωβρίου 2014

Το Άνθος __ Χαρισμένο στη Δευτέρα

 
 

Αυτό το άνθος δεν πρέπει νάτανε για μας Εμείς κατηναλώσαμεν ολόκληρον τον χρόνον της ημέρας μας Σε αφελείς και αδέξιες επιδόσεις. Ατημέλητοι, με το χέρι στην τσέπη, περιπλανήθημεν Ανά τους δρόμους και τας πλατείας αυτής της πόλεως. Ιδανικά αδιάφοροι, εγκαταλείψαμε την προσοχή μας Σε κάθε λογής επουσιώδεις περισπασμούς. Σπαταλήσαμε απερίσκεπτα την περιουσία μας, Αγοράζοντας και μασουλώντας συνεχώς Στραγάλια και παστέλια και μαντζούνια! Είναι, νομίζομεν, περιττό να τονισθή Ότι απέσχομεν από κάθε σκέψη σχετικής με συστηματικάς δραστηριότητας- Ή, πόσω μάλλον, με ιπποτικά κατορθώματα Ή ιδανικούς έρωτες και τα παρόμοια. Κυρίως ειπείν: απέσχομεν από πάσαν σκέψιν! Αυτό το άνθος, επομένως, δεν πρέπει νάτανε για μας. Γιατί, όταν περί το μεσονύκτιον, επιστρέφοντας, Διερχόμεθα από εκείνον τον ημίφωτο δρομάκο, Όταν, λέγω, πίσω από τα βαριά παραπετάσματα Του υψηλοτέρου παραθύρου ενός παμπάλαιου μεγάρου Πρόβαλε κείνο το αβρό παρθενικό χεράκι Και μας το επέταξε τρέμοντας,
Εμείς, όλως ανέτοιμοι και αναρμόδιοι ως είμεθα,
Το αρπάξαμε μηχανικά στον αέρα
Και το φάγαμε-
Το άνθος! Καταλαβαίνετε?
Το φάγαμε, το μασουλήσαμε και αυτό,
Με την ίδια ακριβώς ανευθυνότητα
Που όλη τη μέρα μασουλούσαμε
Στραγάλια και παστέλια και μαντζούνια!..
Ώ ! ασφαλώς, ασφαλώς!
Αυτό το άνθος δεν πρέπει,
Δεν μπορεί να ήτανε για μας!..
Αλέξανδρος Σχινάς, Με Κόκκινο φως / Αναφορά περιπτώσεων (1966)
 

 
Κάτι πολύ αγαπημένο απο κάποιον πολυ αγαπημένο... για την έναρξη της εβδομάδας... διάνθιστη αρχή και βλέψεις .... σκέψεις και λέξεις με όραμα και ουσία ...

Παρασκευή 3 Οκτωβρίου 2014

'' Ο Κόσμος Της Σοφίας ''




“…παρ’ όλο που τα φιλοσοφικά ερωτήματα ενδιαφέρουν και αφορούν όλους τους ανθρώπους, δε γίνονται όλοι οι άνθρωποι φιλόσοφοι. Οι περισσότεροι φυλακίζονται (για διάφορους λόγους) τόσο βαθιά μέσα στην καθημερινότητα, που θάβουν μια για πάντα την έκπληξή τους για το φαινόμενο της ζωής. [...]


Για τα παιδιά όμως, ο κόσμος – κι όλα όσα κλείνει μέσα του – είναι κάτι καινούργιο, που προκαλεί το θαυμασμό και την έκπληξη. Οι μεγάλοι δεν τον βλέπουν έτσι. Οι περισσότεροι μεγάλοι άνθρωποι βλέπουν τον κόσμο σαν κάτι εντελώς κανονικό και συνηθισμένο.


Και στο σημείο αυτό ακριβώς, οι φιλόσοφοι αποτελούν μία αξιοθαύμαστη μειοψηφία. Ο φιλόσοφος δεν κατάφερε ποτέ να σταθεί απέναντι στον κόσμο χωρίς απορία και θαυμασμό. Δεν κατάφερε ποτέ να συνηθίσει τον κόσμο. Για έναν ή για μία φιλόσοφο, ο κόσμος εξακολουθεί να είναι κάτι ακατανόητο, κάτι μυστηριώδες κι αινιγματικό. Οι φιλόσοφοι, λοιπόν, και τα μικρά παιδιά έχουν κάτι κοινό. Με άλλα λόγια, ο φιλόσοφος μένει, για όλη του τη ζωή, παιδί και συνεχίζει, όσο ζει, να θαυμάζει και ν’ απορεί με τον κόσμο, όπως κι ένα παιδί..


Και τώρα θα πρέπει ν’ αποφασίσεις, αγαπητή μου Σοφία: Είσαι ένα παιδί, που δεν έχει ακόμα “συνηθίσει” τον κόσμο, ή είσαι μια φιλόσοφος που μπορεί να ξορκίσει τη δύναμη της συνήθειας και να συνεχίσει, για όλη της τη ζωή, να βλέπει τον κόσμο με τα μάτια ενός παιδιού;


[...]
Σύντομη περίληψη: Ένα κάτασπρο λαγουδάκι βγαίνει μέσα από ένα άδειο ημίψηλο. Κι επειδή είναι ένα τεράστιο λαγουδάκι, το κόλπο αυτό χρειάζεται δισεκατομμύρια χρόνια για να γίνει. Μέσα στο τρίχωμά του γεννιούνται όλοι οι άνθρωποι. Κι απορούν μ’ αυτό το κόλπο, που κατά βάση δεν είναι δυνατό να γίνει, κι όμως γίνεται. Μεγαλώνοντας, οι άνθρωποι χώνονται όλο και πιο βαθιά μέσα στις τρίχες του μικρού λαγού κι εκεί μένουν. Εκεί μέσα είναι τόσο βολικά και ζεστά, που δεν τολμούν να σκαρφαλώσουν στις μικρές τριχούλες και να ξαναβγούν στο φως. Μόνο οι φιλόσοφοι έχουν το θάρρος να ξεκινήσουν το ταξίδι που θα τους οδηγήσει ως τα πιο μακρινά σύνορα της γλώσσας και της ύπαρξης. Μερικοί χάνονται στο δρόμο, άλλοι, όμως, γαντζώνονται σφιχτά στο τρίχωμα του λαγού και φωνάζουν στους υπόλοιπους, που έχουν μείνει βαθιά χωμένοι και βολεμένοι στο μαλακό του τρίχωμα, τρώγοντας και πίνοντας του καλού καιρού.
“Κυρίες και κύριοι”, φωνάζουν, “πετάμε στο Διάστημα, χωρίς να στηριζόμαστε πουθενά!”
Αλλά κανείς από τους ανθρώπους κάτω στο τρίχωμα του λαγού δε δίνει σημασία στις φωνές των φιλοσόφων.

“Θεέ μου, τι φασαρία που κάνουν!” λένε μονάχα.
Κι ύστερα συνεχίζουν την κουβέντα τους όπως και πριν: Μου δίνεις σε παρακαλώ, το βούτυρο; Πόσο ανέβηκαν σήμερα οι μετοχές; Πόσο κάνουν οι ντομάτες; Το ‘μαθες; Λένε πως η Νταϊάνα είναι έγκυος…”



Jostein Gaarder, “Ο Κόσμος της Σοφίας – Μυθιστόρημα για την Ιστορία της Φιλοσοφίας”,
 Εκδ. ΛΙΒΑΝΗΣ (απόσπασμα)(απογευματινά αποσπάσματα ....)

Τετάρτη 17 Σεπτεμβρίου 2014

Στάλες Και Σήμερα



Τίποτε δεν έμαθες απ' αυτά που γεννήθηκαν κι απ' αυτά που πεθάνα-
νε κάτω απ' τους πόθους
.
Κέρδισες την εμπιστοσύνη της ζωής που δε σ' εδάμασε και συνεχίζεις τ' όνειρο
.
Τι να πουν τα πράγματα και ποια να σε περιφρονήσουν
!

Όταν αστράφτεις στον ήλιο που γλιστράει επάνω σου σταγόνες κι α
-
θάνατους υακίνθους και σιωπές, εγώ σ' ονομάζω μόνη πραγματικό
-
τητα. Όταν γλιτώνεις το σκοτάδι και ξανάρχεσαι με την ανατολή
,
πηγή, μπουμπούκι, αχτίδα, εγώ σ' ονομάζω μόνη πραγματικότητα
.
Όταν αφήνεις αυτούς που αφομοιώνουνται μες στην ανυπαρξία και
ξαναπροσφέρεσαι ανθρώπινη
,
εγώ από την αρχή ξυπνώ μέσα στην
αλλαγή σου
...

Μην παίζεις πια. Ρίξε τον άσο της φωτιάς.
Άνοιξε την ανθρώπινη
γεωγραφία
.

Ο. Ελύτης, Η Συναυλία των υακίνθων....


Στη συνέχεια της μέρα με ένα απόσπασμα , στη συνέχεια της μέρας και στις σταγόνες που θα φέρει... με σχεδόν 39 λεπτά μουσικής ανάτασης και απόλαυσης της στη βροχή ...



 

Δευτέρα 1 Σεπτεμβρίου 2014

H 244η Μέρα Του Χρόνου ( 1ή Σεπτεμβρίου)


Απλά ήρθα για να ευχηθώ καλό μήνα..... Καλημέρα και καλό μήνα Κόσμε
θα στο πώ μέσα από τον George Elliot
  , θα σου ευχηθώ με το καλό , το φθινόπωρο που θα 'ρθει, να σε βρει..
 
Υπέροχο φθινόπωρο! Αν ήμουν πουλί θα πετούσα γύρω από τη γη αναζητώντας διαδοχικά φθινόπωρα!
Σαν να αποχαιρετάς έναν καρδιακό φίλο που φεύγει ευχαριστημένος για κάπου μακρινά κι αγαπημένα και – την ίδια στιγμή – ενώ χαίρεσαι γι΄αυτόν, εύχεσαι να γύριζες το χρόνο πίσω και να μην έφευγε ποτέ… Κάθε τέτοια εποχή, θυμάμαι από παιδί τον εαυτό μου – ανάλογα με την ηλικία του κάθε φορά – να ψάχνεται, να κρύβεται στο «κρυσφύγετό» του, να αναρωτιέται και να σχεδιάζει το μέλλον.Η αύρα του φθινοπώρου είναι απαλή και υγρή, χαμηλόφωνη και αργή, σαν τις σταγόνες από το πρώτο δειλό πρωτοβρόχι, που καταλαγιάζουν την έξαψη και την εξωστρέφεια του καλοκαιριού. Η φθινοπωρινή αγκαλιά είναι θερμή και μοναχική μαζί.
Σε φορτίζει μ΄ εκείνο το ασύμβατο μίγμα από θλίψη και χαρά που φέρνουν οι αντιφάσεις της ζωής. Κάθε τέτοια εποχή ακολουθούμε τους αρχέγονους ρυθμούς της μοναχικής μας ύπαρξης: στρεφόμαστε εσωτερικά, συντονιζόμαστε με τις βαθύτερες μελωδίες μας και φυτεύουμε τους σπόρους που, σταδιακά, θα αναπτυχθούν και θα δώσουν καρπούς.
 'Ισως αυτό το φθινόπωρο θα μπορούσαμε να είμαστε πιο συνειδητοί στην επιλογή των σπόρων – στόχων που θα φυτέψουμε."
Γιατί ό,τι σπείρεις, θα θερίσεις!

 
Βγαίνω στο δρόμο συντροφιά με ακορντεόν σήμερα.......
 

Τρίτη 19 Αυγούστου 2014

Φύσηξε Αεράκι


Βάλε καφέ να πιούμε ..... είναι από τα πρωινά που δύσκολα ανοίγει το μάτι
βάλε καφέ να πιούμε και να θυμηθούμε....τι θυμήθηκα !!! θυμήθηκα τον Εμπειρίκο που γράφει
 
Σκοπός της ζωής μας δεν είναι η χαμέρπεια. Yπάρχουν απειράκις ωραιότερα πράγματα και απ' αυτήν την αγαλματώδη παρουσία του περασμένου έπους. Σκοπός της ζωής μας είναι η αγάπη. Σκοπός της ζωής μας είναι η ατελεύτητη μάζα μας. Σκοπός της ζωής μας είναι η λυσιτελής παραδοχή της ζωής μας και της κάθε μας ευχής εν παντί τόπω εις πάσαν στιγμήν εις κάθε ένθερμον αναμόχλευσιν των υπαρχόντων. Σκοπός της ζωής μας είναι το σεσημασμένον δέρας της υπάρξεώς μας.

Α. Εμπειρίκος, Τριαντάφυλλα στο Παράθυρο (Υψικάμινος)
 
καλημέρα σε όλους και σε έναν - έναν
έτσι όπως φυσάει το αεράκι θα ακούσω sail away....
 
 

Παρασκευή 25 Ιουλίου 2014

Η ''Παναγία Των Πατησίων'' Στο Νησί _____ ΧατζηΔάκιΣ

Ένα παραμύθι για μικρούς και μεγάλους........
" Μια φορά κι έναν καιρό, υπήρχε ένα νησί στο οποίο ζούσαν όλα τα συναισθήματα. Εκεί, ανάμεσα στα υπόλοιπα, ζούσαν και η Ευτυχία, η Λύπη, η Γνώση, η Αγάπη......

Μια μέρα έμαθαν ότι το νησί τους θα βούλιαζε και έτσι όλοι επισκεύασαν τις βάρκες τους και άρχισαν να φεύγουν.Η Αγάπη ήταν η μόνη που έμεινε πίσω. Ήθελε να αντέξει μέχρι την τελευταία στιγμή.

Όταν το νησί άρχισε να βυθίζεται, η Αγάπη άρχισε να ζητάει βοήθεια. Βλέπει τον Πλούτο που περνούσε με μια λαμπερή θαλαμηγό. Η Αγάπη τον ρωτάει:

-"Πλούτε, μπορείς να με πάρεις μαζί σου;"

-"Όχι, δεν μπορώ" απάντησε ο Πλούτος. 'Έχω ασήμι και χρυσάφι στο σκάφος μου και δεν υπάρχει χώρος για σένα'.Η Αγάπη τότε αποφάσισε να ζητήσει βοήθεια από την Αλαζονεία που επίσης περνούσε από μπροστά της σε ένα πανέμορφο σκάφος.

-"Σε παρακαλώ, βοήθησε με" είπε η Αγάπη.

-"Δεν μπορώ να σε βοηθήσω, Αγάπη.. Είσαι μούσκεμα και θα μου χαλάσεις το όμορφο σκάφος μου" της απάντησε η Αλαζονεία.

H Λύπη ήταν πιο πέρα και έτσι η Αγάπη αποφάσισε να ζητήσει από αυτή βοήθεια.

-"Λύπη, άφησέ με να έρθω μαζί σου."

-"Ω Αγάπη, είμαι τόσο λυπημένη που θέλω να μείνω μόνη μου" είπε η Λύπη.


Η Ευτυχία πέρασε μπροστά από την Αγάπη, αλλά και αυτή δεν της έδωσε σημασία. Ήταν τόσο ευτυχισμένη, που ούτε καν άκουσε την Αγάπη να ζητά βοήθεια.

Ξαφνικά ακούστηκε μια φωνή:
-"Αγάπη, έλα προς τα εδώ! Θα σε πάρω εγώ μαζί μου!" Ήταν ένας πολύ ηλικιωμένος κύριος που η Αγάπη δεν γνώριζε, αλλά ήταν γεμάτη από τέτοια ευγνωμοσύνη, που ξέχασε να ρωτήσει το όνομά του.Όταν έφτασαν στη στεριά, ο κύριος έφυγε και πήγε στο δρόμο του.Η Αγάπη, γνωρίζοντας πόσα χρωστούσε στον κύριο που τη βοήθησε, ρώτησε τη Γνώση:

-"Γνώση, ποιος με βοήθησε;"

-"Ο Χρόνος" της απάντησε η Γνώση.

-'Ο Χρόνος;' ρώτησε η Αγάπη. 'Γιατί με βοήθησε ο Χρόνος;'
Τότε η Γνώση χαμογέλασε και με βαθιά σοφία της είπε: "Μόνο ο Χρόνος μπορεί να καταλάβει πόσο μεγάλη σημασία έχει η Αγάπη".


Μάνος Χατζιδάκις - 'Το Νησί



  

σήμερα με συντροφεύει το πρώτο μου άκουσμα από τον μάνο .... αφιερωμένο






Τρίτη 22 Ιουλίου 2014

Μιά Ιστορία Αγαπημένη Για Σήμερα

"Η τύχη το έφερε και συνάντησε ο Παχόμ έναν άλλο αγρότη που ήρθε από πάνω από τον Βόλγα και επίσης έναν πλανόδιο έμπορο που ταξίδευε από μέρος σε μέρος.

Από αυτούς, λοιπόν, ο Παχόμ έμαθε για απέραντες εκτάσεις γης που μπορούσε να τις αποκτήσει καθένας για «ένα κομμάτι ψωμί» όπως λέμε, από κάποιους που έμεναν πολύ μακριά, και ήταν νομάδες, είχαν ζώα και μετακινούνταν από μέρος σε μέρος. Αυτούς τους έλεγαν «Μπασκίρς.»
Μια και δυο λοιπόν ο Παχόμ ξεκίνησε, ταξίδεψε και έφτασε σε εκείνη την μακρινή γη. Το έδαφος ήταν παρθένο και απαλό σαν την παλάμη του ανθρώπου και μαύρη όπως ο σπόρος της παπαρούνας, και το χορτάρι έφτανε ψηλά ως το στήθος.

«Και ποια είναι η τιμήρώτησε ο Παχόμ.

«Η τιμή μας είναι πάντοτε η ίδια: χίλια ρούβλια την ημέρα» του απάντησαν

Ο Παχόμ δεν καταλάβαινε.

«Την ημέρα; Τι είδους τιμή είναι αυτή; Πόση έκταση είναι αυτό

«Δεν ξέρουμε να το υπολογίσουμε» είπε ο αρχηγός τους.

«Το πουλάμε με την ημέρα. Όσο μπορείς να περπατήσεις σε μια μέρα, όσο σε πηγαίνουν τα πόδια σου και αντέχεις για μια μέρα να πηγαίνεις, είναι δικό σου, και η τιμή είναι πάντα χίλια ρούβλια

Ο Παχόμ έχασε τη μιλιά του από την έκπληξη.

«Ναι,» είπε, «αλλά σε μια μέρα μπορώ να προλάβω να περπατήσω και να καλύψω ένα τεράστιο μέρος από γη

Ο αρχηγός τους γέλασε.

«Θα είναι όλο δικό σουτου είπε. «Αλλά υπάρχει ένας όρος. Θα πρέπει την ίδια μέρα να επιστρέψεις στο μέρος από το οποίο ξεκίνησες. Αν δεν επιστρέψεις στο μέρος από όπου ξεκίνησες, τα λεφτά σου είναι χαμένα».

Εκείνο το βράδυ ο Παχόμ δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Όμως πριν χαράξει αποκοιμήθηκε και άρχισε να ονειρεύεται. Ονειρευόταν πως ήταν σε μια δικιά του σκηνή και πως άκουσε να γελούν απ’ έξω. Τόλμησε και βγήκε έξω και είδε τον αρχηγό των Μπασκίρς να κάθεται έξω από την σκηνή και να κρατά την κοιλιά του από τα γέλια και να κυλίεται γύρω-γύρω γελώντας. Καθώς πλησίασε πιο κοντά κατάλαβε πως δεν ήταν ο αρχηγός των Μπασκίρ αλλά εκείνος ο πλανόδιος έμπορος που είχε συναντήσει στην δική του γη, και σαν είδε ακόμη πιο καλά κατάλαβε πως ήταν ο αγρότης που είχε βρει, που είχε έρθει πάνω από τον Βόλγα. Αλλά τελικά δεν ήταν ούτε αυτός, ήταν ο διάβολος ο ίδιος με κέρατα και πόδια ζώου, με οπλές που τα κτυπούσε κάτω ελαφρά. Μπροστά από τον διάβολο ήταν ξαπλωμένος ένας ξυπόλυτος άνδρας που φορούσε μόνο παντελόνι και πουκάμισο.

Και καθώς ονειρευόταν ο Παχόμ, πήγε πιο κοντά να δει τι άνθρωπος ήταν αυτός, και διαπίστωσε πως ήταν νεκρός και πως ήταν… ο εαυτός του!

Τρομοκρατημένος ο Παχόμ πετάχτηκε επάνω. «Τι μπορεί να ονειρεύεται ο άνθρωποςσκέφτηκε.

Ο Παχόμ έφτασε στην πεδιάδα εκείνη που είχαν συμφωνήσει καθώς ο ουρανός άρχιζε να κοκκινίζει. Έβαλε τα χίλια ρούβλια στο γούνινο καπέλο του αρχηγού που το είχε βάλει στο χώμα, και ξεκίνησε. Το βήμα του δεν ήταν ούτε αργό, ούτε γρήγορο. Όσο όμως περπατούσε στην γη έκανε πιο μεγάλα βήματα γιατί η γη σε κάθε βήμα που έκανε φαίνονταν και πιο ωραία. Μάλιστα σε μια προσπάθεια να συμπεριλάβει μέσα ένα πολύ ωραίο λιβάδι, πήγε πολύ μακριά πριν να βάλει το σημάδι που είχε μαζί του, και να αρχίσει να γυρίζει πίσω. Έτσι κύλησε η μέρα και τώρα βιαζόταν και περπατούσε πραγματικά γρήγορα κάτω από τον καυτό ήλιο που όμως είχε αρχίσει να δύει.

Κατακουρασμένος αφού έκανε κύκλο τέτοια μεγάλη έκταση ο Παχόμ γύριζε πίσω στο λοφάκι από όπου είχε ξεκινήσει περπατώντας με δυσκολία, σέρνοντας τα πόδια του. Το στήθος του ανεβοκατέβαινε σαν των παλιών σιδεράδων το φυσερό, η καρδιά του χτυπούσε σαν σφυρί, τα πόδια του άρχιζαν σιγά-σιγά να τον εγκαταλείπουν. Σε λίγο έβλεπε ο Παχόμ τον λόφο και τους Μπασκίρς να του φωνάζουν.

Και ο Τολστόι κλείνει την ιστορία:

«Ο Παχόμ κοίταξε τον ήλιο που είχε αγγίξει την γη. Η μια πλευρά του είχε ήδη χαθεί. Με όση δύναμη του απέμενε βιάστηκε τόσο πολύ που έγερνε το κορμί του μπρος τα εμπρός ίσα-ίσα που τα πόδια του ακολουθούσαν ώστε να μην πέσει. Με το που άγγιξε τον λοφίσκο ξαφνικά σκοτείνιασε. Κοίταξε ψηλά, ο ήλιος είχε ήδη δύσει! Φώναξε με αγωνία: «όλος μου ο κόπος πήγε χαμένοςκαι ενώ σκεφτόταν να σταματήσει άκουσε τους Μπασκίρς να του φωνάζουν και θυμήθηκε πως αν και για αυτόν που ήταν χαμηλά ο ήλιος είχε δύσει, για αυτούς όμως που ήταν στην κορυφή ο ήλιος ακόμη φαινόταν. Παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, ανέβηκε πάνω στον λόφο. Εκεί ήταν ακόμη φως. Και καθώς έφτασε στην κορυφή είδε τον σκούφο. Δίπλα από αυτόν καθόταν ο αρχηγός γελώντας και έχοντας τα χέρια στη μέση του. Πάλι ο Παχόμ θυμήθηκε το όνειρό του και έβγαλε μια κραυγή. Τα πόδια του τον εγκατέλειψαν, έπεσε μπροστά και άρπαξε το καπέλο (με τα ρούβλια) στα χέρια του…-πέθανε από την υπερβολική προσπάθεια.

Ο υπηρέτης του σήκωσε μια αξίνα και έσκαψε ένα λάκκο μακρύ αρκετά για να χωράει τον Παχόμ και τον έθαψε εκεί. Έξι πόδια, όσο από το κεφάλι στις πατούσες του, τόσο του έλειπε για να φτάσει στον στόχο του


λέων Τολστόι

Μην Αφήνεις Την Πλεονεξία Και Την Απληστία να σου τρώει την ψυχή....ειλικρινά στο εύχομαι

Τρίτη 15 Ιουλίου 2014

Το Χαμόγελο




ΤΟ ΧΑΜΟΓΕΛΟ
  • ένα χαμόγελο δεν στοιχίζει τίποτε, όμως δημιουργεί πολλά. Πλουτίζει αυτούς που το παίρνουν, χωρίς να φτωχαίνει αυτούς που το δίνουν.
  • Μια στιγμούλα είναι η ζωή του κι όμως η ανάμνηση του διαρκεί κάποιες φορές αιώνια.
  • Δεν υπάρχει κανένας τόσο πλούσιος που να μπορεί να κάνει χωρίς αυτό και κανένας τόσο φτωχός, όσο αυτός που το στερείται.
  • Δημιουργεί ευτυχία μέσα στο σπίτι, δίνει χαρά στην καθημερινή δουλειά.
  • Είναι μια ανάπαυση για τους κουρασμένους, ένα ηλιόφωτο για τους θλιμμένους, το καλλίτερο αντίδοτο που έχει η φύση για τις στεναχώριες.
  • Κι όμως δεν μπορείς ούτε να τ'αγοράσεις ούτε να το ζητιανέψεις, ούτε να το δανιστείς ή να το κλέψεις , γιατί δεν ωφελεί σε τίποτε αξίζει μόνο αν σου το χαρίσουν.
  • Κι άν βρεθεί κάποιος που κουρασμένος κι απογοητευμένος απο τη ζωή, δεν σας χαρίσει ένα χαμόγελο, θα έχετε την καλωσύνη να του δώσετε ένα δικό σας.
  • Γιατί κανένας δεν έχει τόση ανάγκη από ένα χαμόγελο, όσο αυτός που δεν του απέμεινε πιά κανένας για να του το χαρίσει.

 
__εσύ δεν βρίσκεις κάτι από τα παραπάνω ως λόγο για να χαμογελάσεις ;
καλημέρα κόσμε
καλημέρα και στο δικό μου χαμόγελο
στους λόγους και στο σήμερα